Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτό+είναι/el

  • 1 Αυτό είναι άνω ποταμών

    ( Αυτό) είναι άνω ποταμών
    Это ни в какие ворота не лезет
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αυτό είναι άνω ποταμών

  • 2 Είναι άνω ποταμών

    ( Αυτό) είναι άνω ποταμών
    Это ни в какие ворота не лезет
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι άνω ποταμών

  • 3 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 4 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 5 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 6 этот

    эт||от
    1. мест, указат. αὐτός, τοῦτος:
    \этот человек αὐτός ὁ ἄνθρωπος· кто \этот человек? ποιος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;·
    2. в знач. сущ. э́то αὐτό, τοῦτο:
    это мое желание αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία μου· эта хорошо́ αὐτό εἶναι καλό· это я вижу αὐτό τό βλέπω· что это? τί εἶναι αὐτό;· все э́то ὅλ' αὐτά· я \этотого не говорил δέν είπα τίποτε τέτοιο· дайте мне вот \этотого δώστε μου αὐτό· ◊ вместе с \этотим, при \этотом μαζί μ' αὐτό· для \этотого γι ' αὐτό, γιά τοῦτο.

    Русско-новогреческий словарь > этот

  • 7 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 8 неправда

    неправда ж η αναλήθεια· το ψέμα (ложь)' это \неправда ( αυτό) δεν είναι αλήθεια, ( αυτό) είναι ψέμα
    * * *
    ж
    η αναλήθεια; το ψέμα ( ложь)

    э́то непра́вда — (αυτό) δεν είναι αλήθεια, (αυτό) είναι ψέμα

    Русско-греческий словарь > неправда

  • 9 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 10 весь

    весь
    (вся, все, все) мест.
    1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):
    \весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·
    2. все ὅλα, τό πᾶν:
    он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·
    3. все мн. ὅλοι:
    все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·
    4. (целиком, полностью) ὅλος:
    он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή!

    Русско-новогреческий словарь > весь

  • 11 мало

    мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο
    * * *
    1. нареч.
    λίγο, λιγάκι

    здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος

    2. предик.

    э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο

    Русско-греческий словарь > мало

  • 12 невозможно

    невозможно είναι αδύνατο, δεν είναι δυνατό" это \невозможно αυτό είναι αδύνατο
    * * *
    είναι αδύνατο, δεν είναι δυνατό

    э́то невозмо́жно — αυτό είναι αδύνατο

    Русско-греческий словарь > невозможно

  • 13 полезно

    полезно είναι χρήσιμο, είναι ωφέλιμο· это очень \полезно (αυτό) είναι πολύ ωφέλιμο
    * * *
    είναι χρήσιμο, είναι ωφέλιμο

    э́то о́чень поле́зно — (αυτό) είναι πολύ ωφέλιμο

    Русско-греческий словарь > полезно

  • 14 правда

    правд||а
    ж
    1. ἡ ἀλήθεια:
    су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·
    2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:
    это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·
    3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα

    Русско-новогреческий словарь > правда

  • 15 ζήτημα

    τό
    1) вопрос, проблема; дело;

    επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;

    διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;

    αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;

    τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;

    ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;

    ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;

    ζήτημα τιμής — дело чести;

    ζήτημα γούστου — дело вкуса;

    τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;

    τό ζήτημα είναι ότι... — вопрос (или дело) в том, что...;

    αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;

    λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;

    δεν είναι ζήτημα — это не проблема;

    δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;

    αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;

    θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;

    είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;

    ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;

    τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;

    γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;

    2) конфликт, спор, ссора;

    υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;

    δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;

    3) юр. вопрос присяжному

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ζήτημα

  • 16 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 17 οὐ

    οὐ, the negative of
    A fact and statement, as μή of will and thought; οὐ denies, μή rejects; οὐ is absolute, μή relative; οὐ objective, μή subjective. —The same differences hold for all compds. of οὐ and μή, and some examples of οὐδέ and οὐδείς are included below.—As to the Form, v. infr. G.
    A USAGE.
    I as the negative of single words,
    II as the negative of the sentence.
    I οὐ adhering to single words so as to form a quasi-compd. with them:—with Verbs: οὐ δίδωμι withhold, Il.24.296; οὐκ εἰῶ prevent, 2.132, 4.55, al.; οὐκ ἐθέλω refuse, 1.112, 3.289, al.; οὔ φημι deny, 7.393, 23.668, al. (In most of these uses μή can replace οὐ when the constr. requires it, e.g.

    εἰ μή φησι ταῦτα ἀληθῆ εἶναι Lycurg.34

    ; but sts. οὐ is retained,

    εἰ δ' ἂν.. οὐκ ἐθέλωσιν Il.3.289

    ;

    εἰ δέ κ'.. ου'κ εἰῶσι 20.139

    ;

    ἐὰν οὐ φάσκῃ Lys.13.76

    ; ἐάντε.. οὐ (v.l. μή)

    φῆτε ἐάντε φῆτε Pl. Ap. 25b

    ):—with Participles:

    οὐκ ἐθέλων Il.4.224

    , 300, 6.165, etc.:— with Adjectives:

    οὐκ ἀέκοντε 5.366

    , 768, al.;

    οὐ πολλήν Th.6.7

    , etc.:— with Adverbs:

    οὐχ ἥκιστα Id.1.68

    , etc.: rarely with Verbal Nouns (v. infr. 11.10).—On the use of οὐ in contrasts, v. infr. B.
    II as negativing the whole sentence,
    1 οὐ is freq. used alone, sts. with the ellipsis of a definite Verb, οὔκ (sc. ἀποκερῇ)

    , ἄν γε ἐμοὶ πείθῃ Pl.Phd. 89b

    : sts. as negativing the preceding sentence, Ar. Pax 850, X.HG1.7.19: as a Particle of solemn denial freq. with μά (q. v.) and the acc.; sts. without

    μά, οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον Ἅλιον S. OT 660

    (lyr.), cf. 1088 (lyr.), El. 1063 (lyr.), Ant. 758.
    4 with opt. in potential sense (without ἄν or κεν), also [dialect] Ep.,

    ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.303

    , 20.286.
    5 with opt. and

    ἄν, κείνοισι δ' ἂν οὔ τις.. μαχέοιτο 1.271

    , cf. 301, 2.250, Hdt. 6.63, A.Pr. 979, S.Aj. 155 (anap.), E.IA 310, Ar.Ach. 403, etc.
    6 in dependent clauses οὐ is used,
    a with ὅτι or ὡς, after Verbs of saying, knowing, and showing,

    ἐκ μέν τοι ἐρέω.. ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι Od.4.377

    , cf. S.El. 561, D.2.8, etc.: so with ind. or opt. and

    ἄν, ἀπελογοῦντο ὡς οὐκ ἄν ποτε οὕτω μωροὶ ἦσαν X.HG5.4.22

    , cf. Pl.R. 330a;

    ὡς δὲ οὐκ ἂν δικαίως αὐτοὺς δέχοισθε μαθεῖν χρή Th.1.40

    , cf. X.Cyr.1.1.3, etc.: with opt. representing ind. in orat. obliq.,

    ἔλεξε παιδὶ σῷ.. ὡς.. Ἕλληνες οὐ μενοῖεν A.Pers. 358

    , cf. S.Ph. 346, Th.1.38, X.HG6.1.1, Pl.Ap. 22b, etc.: for μή in such sentences, v. μή B. 3.
    b in all causal sentences, and in temporal and Relat. sentences unless there is conditional or final meaning,

    χωσαμένη, ὅ οἱ οὔ τι θαλύσια.. ῥέξε Il.9.534

    ;

    ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται Hdt.3.80

    ;

    διότι οὐκ ἦσαν δίκαι, οὐ δυνατοὶ ἦμεν παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον πράξασθαι Lys.17.3

    ;

    μή με κτεῖν', ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι Il.21.95

    , etc.;

    νῦν δὲ ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις.., εἶμι Pl.Prt. 335c

    ;

    ἐπειδὴ τὸ χωρίον οὐχ ἡλίσκετο Th.1.102

    ;

    νηπιάχοις οἷς οὔ τι μέλει πολεμήϊα ἔργα Il.2.338

    , etc.: in causal relative sentences,

    οἵτινές σε οὐχὶ ἐσώσαμεν Pl.Cri. 46a

    ; esp. in the combinations, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ .., as

    οὐκ ἔστ' ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ E.Tr. 1051

    , cf. Hec. 298;

    οὔτις ἔσθ' ὃς οὔ S.Aj. 725

    ; οὐδείς ἐστιν ὅστις οὐ .. Isoc. 15.180.
    c after ὥστε with ind. or opt. with

    ἄν, ὥστ' οὐ δυνατόν σ' εἵργειν ἔσται Ar.V. 384

    , cf. S.Aj.98, OT 411;

    οὕτως αὐτοὺς ἀγαπῶμεν.. ὥστε.. οὐκ ἂν ἐθελήσαιμεν Isoc.8.45

    ;

    οὐκ ἂν ὡρκίζομεν αὐτὸν ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει καὶ οὐκ ἂν ἀμφότερ' εἶχε D.18.30

    : ὥστε οὐ with inf. is almost invariably due to orat. obliq., ὥστ' οὐκ αἰσχύνεσθαι (for οὐκ αἰσχύνονται) Id.19.308, cf. Th.5.40, 8.76, Lys.18.6, Is.11.27 (cj. Reiske).—Rarely not in orat. obliq., S.El. 780, E. Ph. 1358, Hel. 108, D.53.2,9.48.
    7 in a conditional clause μή is necessary, except,
    a in Hom., when the εἰ clause precedes the apodosis and the verb is indic.,

    εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται Il. 15.162

    , cf. 178, 20.129, 24.296, Od.2.274, Il.4.160, Od.12.382, 13.144 (9.410 is an exception).
    b when the εἰ clause is really causal, as after Verbs expressing surprise or emotion,

    μὴ θαυμάσῃς, εἰ πολλὰ τῶν εἰρημένων οὐ πρέπει σοι Isoc.1.44

    ;

    κατοικτῖραι.., εἰ.. οὐδεὶς ἐς ἑκατοστὸν ἔτος περιέσται Hdt.7.46

    , cf. S.Aj. 1242; so also

    δεινὸν γὰρ ἂν εἴη πρῆγμα, εἰ Σάκας μὲν καταστρεψάμενοι δούλους ἔχομεν, Ἕλληνας δὲ οὐ τιμωρησόμεθα Hdt.7.9

    , cf. And.1.102, Lys.20.8 (prob.), D.8.55;

    οὐκ αἰσχρόν, εἰ τὸ μὲν Ἀργείων πλῆθος οὐκ ἐφοβήθη τὴν Λακεδαιμονίων ἀρχήν, ὑμεῖς δ' ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον.. φοβήσεσθε

    ;

    Id.15.23

    , cf. Hdt.5.97, Lys.22.13.
    c when οὐ belongs closely to the next word (v. A. I), or is quoted unchanged,

    εἰ, ὡς νῦν φήσει, οὐ παρεσκευάσατο D.54.29

    codd.; εἰ δ' οὐκέτ' ἐστί (sc. ὥσπερ λέγεις)

    , τίνι τρόπῳ διεφθάρη

    ;

    E. Ion 347

    .
    8 οὐ is used with inf. in orat. obliq., when it represents the ind. of orat. recta,

    φαμὲν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι Od.4.664

    , cf. Il.17.174, 21.316, S.Ph. 1389, etc.;

    λέγοντες οὐκ εἶναι αὐτόνομοι Th.1.67

    , cf. Pl.R. 348c, X.Cyr.1.6.18;

    οἶμαι.. οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι Pl.R. 369b

    , cf. S.OT 1051, Th.1.71, etc.; ἡγήσαντο ἡμᾶς οὐ περιόψεσθαι ib.39. (For the occasional use of μή, v. μή B. 5c; sts. we have οὐ and μή in consecutive clauses,

    οἶμαι σοῦ κάκιον οὐδὲν ἂν τούτων κρατύνειν μηδ' ἐπιθύνειν χερί S.Ph. 1058s

    q.;

    αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδὲ.. παρασκευαστόν Pl.Prt. 319b

    .)
    9 οὐ is used with the part., when it can be resolved into a finite sentence with οὐ, as after Verbs of knowing and showing,

    τὸν κατθανόνθ' ὁρῶντες οὐ τιμώμενον E.Hec. 316

    ;

    κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας Th.2

    . 3;

    ἔργῳ δηλώσω οὐ παραγενόμενος Antipho2.4.8

    , etc.; or into a causal sentence,

    τῶν βαρβάρων οἱ πολλοὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ διεφθάρησαν νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt.8.89

    ;

    τὴν Μένδην πόλιν ἅτε οὐκ ἀπὸ ξυμβάσεως ἀνοιχθεῖσαν διήρπασαν Th.4.130

    ; or into a concessive sentence,

    δόξω γυναῖκα καίπερ οὐκ ἔχων ἔχειν E.Alc. 352

    , cf. S.Ph. 377, etc.: regularly with ὡς and part.,

    ὡς οὐχὶ συνδράσουσα νουθετεῖς τάδε Id.El. 1025

    , etc.;

    ἐθορυβεῖτε ὡς οὐ ποιήσοντες ταῦτα Lys.12.73

    , cf. S.Ph. 884, Aj. 682, Hdt.7.99, Th.1.2,5,28,68,90;

    ὥσπερ οὐ πάντας τούτῳ τῷ τεκμηρίῳ χρωμένους Lycurg.90

    , cf. Th.8.1, Isoc.4.11:—for exceptions, v. μή B. 6.
    b when the part. is used with the Art., μή is generally used, unless there is a distinct reference to a fact, when οὐ is occasionally found,

    ἡμεῖς δὲ ἀπὸ τῆς οὐκ οὔσης ἔτι [πόλεως] ὁρμώμενοι Th.1.74

    ;

    τοὺς ἐν τῇ πόλει οὐδὲν εἰδότας Id.4.111

    ;

    οἱ οὐκ ἐθέλοντες Antipho 6.26

    ;

    τῶν οὐ βουλομένων And.1.9

    ;

    τοὺς οὐδὲν ἀδικοῦντας ἀκρίτους ἀπέκτειναν Lys.12.82

    , cf. τὸν οὐδὲ συμπενθῆσαι τὰς τῆς πατρίδος συμφορὰς τολμήσαντα (preceded by τὸν.. μήτε ὅπλα θέμενον ὑπὲρ τῆς πατρίδος μήτε τὸ σῶμα παρασχόντα κτλ.) Lycurg.43;

    τὸ οὐχ εὑρημένον Pl.R. 427e

    .
    10 Adjectives and abstract Substantives with the article commonly take μή (v.

    μή B. 7

    ) but οὐ is occasionally used,

    τὰς οὐκ ἀναγκαίας πόσεις X.Lac.5.4

    ;

    τοὺς οὐδένας E.IA 371

    ;

    τὸν οὐδέν Id.Ph. 598

    (whereas ὁ μηδείς, τὸ μηδέν is the rule); τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν the non- dissolution of the bridges, the fact of their notbeing broken up, Th.1.137;

    ἡ οὐ περιτείχισις Id.3.95

    ;

    ἡ τῶν χωρίων οὐκ ἀπόδοσις Id.5.35

    , cf.E. Hipp. 196 (anap.); so without the article,

    ἐν οὐ καιπῷ Id.Ba. 1287

    ; οὐ πάλης ὕπο ib. 455.
    11 for οὐ μή, v. sub voc.
    12 in questions οὐ ordinarily expects a positive answer, οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι ..; Il.10.165; οὐχ ὁράᾳς ..; dost thou not see? Od.17.545;

    οὐκ.. ᾐσθόμην

    ;

    A.Pr. 956

    : so as a strong form of imper.,

    οὐκ ἀπαλλάξει

    ;

    E. Ion 524

    ;

    οὐκ ἀποκτενεῖτε τὸν μιαρὸν τοῦτον ἄνθρωπον

    ;

    Din.1.18

    ;

    οὐκ εἶ καταπιὼν Εὐριπίδην

    ;

    Ar.Ach. 484

    ; βάλλε, βάλλε folld. by οὐ βαλεῖς; οὐ βαλεῖς; ib. 281 and 283, cf. S.Ant. 885: also with opt. and ἄν, οὐκ ἂν δὴ τόνδ' ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο ( = ἔρυσαι) ; Il.5.456; οὐκ ἂν φράσειας ( = φράσον) ; S.Ph. 1222; but in questions introduced by οὐ δή, οὐ δή του, οὔ που, οὔ τί που, a doubt is implied of the statement involved, and an appeal is made to the hearers, οὐ δή ποθ' ἡμῖν ξυγγενὴς ἥκεις ποθέν; surely you are not..? Id.El. 1202, cf. Ph. 900; οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων ..; Pi.P.4.87, cf. S.Ph. 1233, E.IA 670, Hel. 135, Ion 1113, Ar.Ra. 522, 526.
    B POSITION. οὐ is generally put immediately before the word which it negatives,

    οὐκ ἐκεῖνον ἐθεώμην.—ἀλλὰ τίνα μήν ; ἔφη ὁ Τιγράνης X.Cyr.3.1.41

    ;

    οὐχ αἱ τρίχες ποιοῦσιν αἱ λευκαὶ φρονεῖν Men.639

    ;

    οὐ διὰ τὸ μὴ ἀκοντίζειν οὐκ ἔβαλον αὐτὸν ἀλλὰ διὰ τὸ μηδενὶ ὑπὸ τὸ ἀκόντιον ὑπελθεῖν Antipho 3.4.6

    : in Poetry the position is freq. more free,

    κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81

    ; οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον ib. 4.19; κατακρύπτει δ' οὐ κόνις ib.8.79;

    χρὴ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν Id.P. 2.88

    : sts. emphatically at the end of the clause,

    καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ Id.O.7.48

    ;

    ταρβήσει γὰρ οὔ S.Aj. 545

    : in clauses opposed by μέν and δέ the οὐ (or μή) is freq. placed at the end,

    βούλονται μέν, δύνανται δ' οὔ Th.6.38

    ;

    οὗτος δ' ἦν καλὸς μέν, μέγας δ' οὔ X.An.4.4.3

    ;

    ἔδοξέ μοι ὁ ἀνὴρ δοκεῖν μὲν εἶναι σοφὸς.., εἶναι δ' οὔ Pl.Ap. 21c

    ; so

    τὸ Πέρσας μὲν λέληθε, ἡμέας μέντοι οὔ Hdt.1.139

    : freq. with

    ὁ μὲν.. ὁ δέ, οὐ πάσας χρὴ τὰς δόξας τιμᾶν, ἀλλὰ τὰς μέν, τὰς δ' οὔ Pl.Cri. 47a

    , cf. Ap. 24e, R. 475b, etc.;

    Λέριοι κακοί, οὐχ ὁ μέν, ὃς δ' οὔ Phoc.1

    : sts. in the first clause after

    μέν, οἱ δὲ στρατηγοὶ ἐξῆγον μὲν οὔ, συνεκάλεσαν δέ X.An.6.4.20

    , cf. 4.8.2, Cyr.1.4.10, Pl.Phd. 73b;

    κατώρα πᾶν μὲν οὒ τὸ στρατόπεδον Hdt.7.208

    .
    C ACCUMULATION. A simple neg. (οὐ or μή) is freq. repeated in composition with Prons., Advbs., or Conjs., as οὐδείς or μηδείς, οὐδέ or μηδέ, οὐδαμῶς or μηδαμῶς, first in Hom.,

    οὔ μιν ὁΐομαιοὐδὲ πεπύσθαι λυγρῆς ἀγγελίης Il.17.641

    ;

    ἀλλ' οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος 6.450

    ;

    οὐκ ἔστιν οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου E.Andr. 986

    : the first neg. may be a compd.,

    καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς ἄξιος οὐδὲν μᾶλλον τοῦ μὴ ζῶντος Pl. Lg. 808b

    ;

    οὐδενὶ οὐδαμῇ οὐδαμῶς οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει Id.Prm. 166a

    (similarly with μή, Phdr. 236e): or a neg. Adj.,

    ἀδύνατος οὐδὲν ἄλλο πλὴν λέγειν μάτην E.Andr. 746

    ; οὐ follows the compd. neg.,

    οὐδ' εἰ πάντες ἔλθοιεν Πέρσαι, πλήθει γε οὐχ ὑπερβαλοίμεθ' ἂν τοὺς πολεμίους X. Cyr.2.1.8

    ; οὐδ' ἂν ἡ πόλις ἄρα ([etym.] ὅπερ ἄρτι ἐλέγομεν )

    ὅλη τοιοῦτον ποιῇ, οὐκ ἐπαινέσῃ Pl.R. 426b

    , cf. Smp. 204a: sts. a confirmative Particle accompanies the first οὐ or οὐδέ, and the neg. is repeated with emphasis,

    οὐδὲ μὲν οὐδέ μ' ἔασκες Il.19.295

    ;

    οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Δρύαντος υἱὸς.. δὴν ἧν 6.130

    , v. οὐδέ C. 11;

    οὐ μέντοι οὐδὲ αὖ ὡς σύ μοι δοκεῖς οἴεσθαι Pl.Prt. 332a

    : so also in Trag. and [dialect] Att. without any such Particle, οὐ σμικρός, οὔχ, ἁγὼν ὅδε not small, no, is this struggle, S.OC 587;

    θεοῖς τέθνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ Id.Aj. 970

    , cf.Ar.Ra.28, 1308, X.Smp. 2.4, Pl.R. 390c.
    2 when the compd. neg. precedes and the simple neg. follows with the Verb, the opposing negs. produce an emphatic positive, οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτείσει Orac. ap. Hdt.5.56;

    γλώσσης κρυφαῖον οὐδὲν οὐ διέρχεται S.Fr. 935

    (but prob. f.l.);

    οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι X.Smp.1.9

    .
    3 similarly each of two simple negs. may retain its negating force,

    ὥσπερ οὐ διὰ πρᾳότητα καὶ ἀσχολίαν τὴν ὑμετέραν οὐ δεδωκὼς ὑμῖν δίκην Lys.6.34

    ;

    ἐγὼ δ' οὐκ οἶμαι.. οὐ δεῖν ὑμᾶς ἀμύνεσθαι Id.13.52

    (similarly with μή, D.19.77): sts. a combination of a μέν- clause with a δέ- clause containing οὐ is negatived as a whole by a preceding οὐ, e.g.

    οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναται διώκειν δι' ἐμέ, ἐμὲ δέ, εἴπερ ἐξελέγξειν ἐνόμιζεν, αὐτὸν οὐκ ἂν ἐγράψατο Id.18.13

    .
    D PLEONASM OF οὐ: after Verbs of denying, doubting, and disputing, folld. by ὡς or ὅτι with a finite Verb, οὐ is inserted to show the neg. character of the statement, where in Engl. the neg. is not required,

    ὡς μὲν οὐκ ἀληθῆ ταῦτ' ἐστὶν οὐκ ἔχετ' ἀντιλέγειν D.8.31

    , cf. Th.1.77, X.HG2.3.16, Smp.2.12, Isoc.5.57, etc.;

    οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν Id.6.48

    , cf. And.4.34, D.16.4, etc.;

    οὐκ ἂν ἀρνηθεῖεν ἔνιοι ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι Id.9.54

    ;

    ἀρνεῖσθαι ὅτι οὐ παρῆν X.Ath.2.17

    ; οὐδ' αὐτὸς ὁ Λάμπις ἔξαρνος ἐγένετο ὡς οὐκ εἴη εἰρηκὼς κτλ. D.34.49;

    ἀμφισβητεῖν ὡς οὐχὶ.. δοτέον δίκην Pl.Euthphr.8c

    , cf. R. 476d, Prm. 135a; ἀπιστεῖν ὅτι οὐ .. Id.Men. 89d;

    ἀνέλπιστον καταστῆσαί τισιν ὡς οὐκ ἔσται μεταγνῶναι Th. 3.46

    : οὐ is sts. thus used in the second member of a negative comparative sentence,

    ἥκει ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας Hdt.4.118

    , cf. 5.94, 7.16.γ, Th.2.62,3.36: after πλήν, X.Lac. 15.6, D.18.45.
    E OMISSION OF οὐ: οὐ is sts. omitted, esp. by Poets, when it may be supplied from the next clause,

    γῆ δ' οὐδ' ἀὴρ οὐδ' οὐρανὸς ἦν Ar.Av. 694

    ;

    σιδήρῳ οὐδ' ἀργύρῳ χρέωνται οὐδέν Hdt.1.215

    ;

    ῥοδιακὴ οὖς οὐδὲ πυθμένα οὐκ ἔχουσα Inscr.Délos 313a84

    (iii B. C.).
    F in Poetry, if stands before οὐ, the two sounds coalesce into one syllable, as in

    ἦ οὐχ Il.5.349

    , cf. Od.1.298; so, in [dialect] Att.,

    μὴ οὐ S. OT 283

    , etc., and ἐγὼ οὔτε ib. 332,

    ἐγὼ οὐ Ar.Eq. 340

    .—This synizesis is general in [dialect] Ep., universal in [dialect] Att.
    G FORM. οὐ is used before consonants (including the digamma, e.g. before ἕθεν, οἱ, e(, Il.1.114, 2.392, 24.214, but not before ὅς Possess.,

    οὐχ ᾧ πατρί Od.13.265

    , cf.

    οὐκ ἐπέεσσι Il.15.162

    , etc.); οὐκ before vowels with spir. lenis, οὐχ before vowels with spir. asper; in our text of Hdt. οὐκ is used before all vowels (prob. because Hdt. had no spir. asper): the [dialect] Ep. form οὐκί [ῐ] is used by Hom. mostly at the end of a clause and at the close of the verse,

    ὅς τ' αἴτιος ὅς τε καὶ οὐκί Il.15.137

    ;

    ἠὲ καὶ οὐκί 2.238

    , 300,al.; but in the middle of a verse, 20.255; οὐχί [ῐ] is found twice in Hom., Il.15.716, 16.762, and is common in Trag., where it is freq. employed like οὔ emphatic (supr. B),

    τί δ' οὐχί

    ;

    A.Ag. 273

    ,Fr. 310;

    πῶς δ' οὐχί

    ;

    Id.Supp. 918

    , Ar. Pax 1027;

    ἐμὸς μὲν οὐχί E.IA 859

    : also in Prose, Th.1.120,al., 1 Ep.Cor. 5.12, etc.: the diphthong is genuine and always written ου ( ουκ, ουδε, etc.) in early Inscrr., IG12.10.22, etc.; in iv B.C. rarely written οκ, ib. 22.1635.112,116,121; οὐ abbreviated ο, Suid.s.v. Φιλοξένου γραμμάτιον.
    H ACCENTUATION. οὐ is oxytone acc. to Hdn.Gr.1.494 (text doubtfulin 504): Arist.SE 166b6, referring to Il.23.328 τὸ μὲν ου (i.e. οὐ = οὒ) καταπύθεται ὄμβρῳ, says λύουσι.. τῇ προσῳδίᾳ λέγοντες τὸ ου ὀξύτερον (i.e. οὗ), cf. 178b3. In codd. the word is written oxytone when folld. by a pause (v. supr. B), and is usu. written without any accent in other cases.
    I οὐ in connexion with other Particles will be found in alphabetical order, οὐ γάρ, οὐ μή, etc.—The corresponding forms of μή should be compared.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐ

  • 18 просто

    просто
    1. нареч ἀπλά, ἀπλώς:
    это объясняется \просто αὐτό ἐξηγείται ἀπλά·
    2. предик безл (легко) εἶναι εὐκολο:
    это очень \просто сделать αὐτό εἶναι εὔκολο νά γίνει·
    3. частица усилительная разг:
    это \просто безобразие αὐτό εἶναι πραγματικό αίσχος· ◊ \просто так ἐτσι, ἀπλώς ἔτσι· \просто на́просто ἀπλούστατα.

    Русско-новогреческий словарь > просто

  • 19 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 20 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

См. также в других словарях:

  • Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»