Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτό+δεν+μ'

  • 121 αποφεύγω

    (αόρ. απέφυγα) μετ. прям., перен. избегать, уклоняться; ускользать;

    αποφεύγουμε να συναντηθούμε — избегать друг друга;

    αποφεύγω ν' απαντήσω καθαρά — уклоняться, ускользать от прямого ответа;

    αυτό δεν θα μπορέσει να το αποφύγει этого ему не миновать;

    αποφεύγ τό χτύπημα (τη συζήτηση, τη συνάντηση) — уклоняться от удара (разговора, встречи);

    απέφυγε τον κίνδυνο он избежал опасности;

    τον αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι — он бегает от него, как чёрт от ладана

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποφεύγω

  • 122 βολεύω

    (αόρ. (ε)βόλεψα) μετ.
    1) укладывать, размещать; 2) подходить, устраивать, быть удобным;

    αυτό δεν με βολεύει — это меня не устраивает;

    σας βολεύει;

    удобно ли вам?;

    εδώ με βολεύει — мне здесь удобно;

    3) помогать, облегчать; способствовать;
    4) мор. сматывать (трос, канат и т. п.); 5) расправиться (с кем-л.); проучить (кого-л.); έννοια σου και θα σε

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βολεύω

  • 123 μολύβι

    τό
    1) свинец; 2) свинцовая пуля; 3) карандаш;

    § αυτό δεν σηκώνεται, είναι μολύβι — это невозможно поднять, это как свинцом налито

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μολύβι

  • 124 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

  • 125 παιγνίδι(ον)

    τό
    1) игра; развлечение, забава;

    παιδικά παιγνίδια — детские игры;

    2) (детская) игрушка;
    3) перен. игрушка, забава;

    αυτή η δουλειά μού είναι παιγνίδι(ον) — эта работа для меня — детские игрушки;

    αυτό δεν είναι παιγνίδι(ον) — это дело не шуточное;

    4) перен. орудие, игрушка;

    γίνομαι παιγνίδι(ον) στα χέρια κάποιου — стать игрушкой в чьйх-л. руках;

    είναι παιγνίδι(ον) της γυναίκας του — жена вертит им (как хочет);

    τό πλοίο έγινε παιγνίδι(ον) των κυμάτων

    судно стало игрушкой волн;
    5) азартная игра; партия в азартной игре; встреча, матч (спорт.);

    χάνω το παιγνίδι(ον) — проигрывать;

    κερδίζω το παιγνίδι(ον) — выигрывать; — б) шутка, проделка;

    τούπαιξε ένα (άσχημο) παιγνίδι(ον) — он сыграл с ним (злую) шутку, § με παιγνίδια — играючи, без усилий

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παιγνίδι(ον)

  • 126 παλληκαριά

    η
    1) храбрость, мужество; 2) мужественный поступок, подвиг; 3) см. παλληκαρισμός;

    § αυτό δεν θέλει παλληκαριάэто не так трудно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παλληκαριά

  • 127 παραβάλλω

    (αόρ. παρέβαλα, παθ. αόρ. παρεβλήθην) μετ, сопоставлять, сравнивать; сличать;

    αυτό δεν παραβάλλεται με κείνο — это несопоставимо

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραβάλλω

  • 128 παραδεκτός

    η, ό[ν] приемлемый, допустимый;

    αυτό δεν είναι παραδεκτόςό — это неприемлемо, недопустимо

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραδεκτός

См. также в других словарях:

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»