-
1 αυτόνομος
[афтономос] εκ. автономный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυτόνομος
-
2 автономный
автономный αυτόνομος; \автономныйая республика η αυτόνομη δημοκρατία* * *автоно́мная респу́блика — η αυτόνομη δημοκρατία
-
3 автономия
η αυτονομίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автономия
-
4 инвертор
1. (рад., эл.) о μετατροπέας, ο μετασχηματιστής, ο αναστροφέαςавтономный эл. - αυτόνομος -ртутный эл. - υδραργύρουсамоуправляемый - эл. αυτοελεγχόμενος -статический - эл. στατικός -2. (усилитель постоянного тока соответствующего включения) о ενισχυτής του σταθερού ρεύματος (για κάθε σχετική σύνδεση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвертор
-
5 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
6 управление
1. (административное) η διαχείρισηη διεύθυνση, η διοίκησηпередавать - παραδίδω τη -, μεταβιβάζω τη -2. (технической системой, процессом, производством) о έλεγχοςаварийное - το χειριστήριο κινδύνου, ο χειρισμός ανάγκηςбесступенчатое - χωρίς βαθμίδες/κλί-μακεςчисловое - αριθμη-τικός/ψηφιακός -3. (использование рулевого устройства) η πηδαλιού-χηση, η οδήγηση 4. грам. о καθορισμός (της λέξης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > управление
-
7 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
8 автономный
автоном||ныйприл αὐτόνομος:\автономныйная область ἡ αὐτόνομη περιοχή; \автономныйная респу́блика ἡ αὐτόνομη δημοκρατία. -
9 автономный
επ., βρ: -мен, -мна, -мноαυτόνομος•-ая республика αυτόνομη δημοκρατία.
См. также в других словарях:
Αὐτόνομος — living under one s own laws masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομος — living under one s own laws masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόνομος — η, ο (AM αὐτόνομος, ον) αυτός (άνθρωπος ή τόπος) που διοικείται από νόμους που έχει θέσει ο ίδιος, αυτοκυβέρνητος, ανεξάρτητος νεοελλ. 1. αυτοτελής, αυτοδύναμος 2. εκκλ. το αυτόνομον ή «αυτόνομη Εκκλησία» καθεστώς κάποιας Εκκλησίας, η οποία έχει… … Dictionary of Greek
αυτόνομος — η, ο ανεξάρτητος, αυτοκυβέρνητος: Η πολιτεία του Αγίου Όρους είναι αυτόνομη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτονόμως — αὐτόνομος living under one s own laws adverbial αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόνομον — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem acc sg αὐτόνομος living under one s own laws neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμοις — Αὐτόνομος living under one s own laws masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμοις — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμου — Αὐτόνομος living under one s own laws masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονόμου — αὐτόνομος living under one s own laws masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτονόμους — Αὐτόνομος living under one s own laws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)