-
1 автоматический
αυτόματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматический
-
2 автоматичный
αυτόματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматичный
-
3 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
4 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
5 автоматический
автомат||и́ческийприл1. αὐτόματος:\автоматическийи́ческая телефонная станция (АТС) ὁ αὐτόματος τηλεφωνικός σταθμός; \автоматическийи́ческое ору́жие τά αὐτόματα ὀπλα;2. перен (непроизвольный) αὐτοματικός, αὐτόματος:\автоматическийи́ческое движение ἡ αὐτοματική κίνηση. -
6 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
7 контроль
ο έλεγχος, (проверка) η εξέτασηавтоматический маш. - αυτόματος -- переполнения вчт. - της υπερφόρτωσηςприемочный - της εισαγωγής/παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контроль
-
8 регулятор
ο ρυθμιστής- пара - ατμού, ο ατμοφράχτης- тембра (рад.тлв.) - τόνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулятор
-
9 автоматический
-
10 машинальный
-
11 механический
-
12 управление
управление с 1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση 2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμός; \управление самолётом о χειρισμός αεροσκάφους; автоматическое \управление ο αυτόματος έλεγχος ◇ оркестр под \управлением... η ορχήστρα με τη διεύθυνση...* * *с1) (действие, тж. учреждение) η διεύθυνση, η διοίκηση2) тех. η διεύθυνση, ο χειρισμόςуправле́ние самолётом — ο χειρισμός αεροσκάφους
автомати́ческое управле́ние — ο αυτόματος έλεγχος
••орке́стр под управле́нием... — η ορχήστρα με τη διεύθυνση…
-
13 автоаларм
(автоматический приёмник сигналов бедствия) о αυτόματος δέκτης του σήματος κινδύνουразг. το οτοαλάρμ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоаларм
-
14 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
15 автоответчик
свз. о αυτόματος τηλεφωνητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоответчик
-
16 автопилот
ο αυτόματος πιλότοςτο μηχάνημα αυτόματης πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автопилот
-
17 автопогрузчик
ο αυτόματος φορτωτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автопогрузчик
-
18 автотрансформатор
ο αυτόματος μετασχηματιστής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автотрансформатор
-
19 АТС
(автоматическая телефонная станция) о αυτόματος τηλεφωνικός σταθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > АТС
-
20 весы
1. (прибор для определения веса) о ζυγόςη ζυγαριά2. астр. о Ζυγός (αστερισμός)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > весы
См. также в других словарях:
αὐτόματος — acting of one s own will masc nom sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… … Dictionary of Greek
αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… … Dictionary of Greek
αυτόματος — η, ο αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επίδραση, μηχανικά: Αυτόματο τηλέφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτομάτω — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen sg (doric aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτως — αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc acc pl (doric) αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόματον — αὐτόματος acting of one s own will masc acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτων — αὐτόματος acting of one s own will fem gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοις — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοισι — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοισιν — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)