Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτόματος

См. также в других словарях:

  • αὐτόματος — acting of one s own will masc nom sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος — η, ο αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επίδραση, μηχανικά: Αυτόματο τηλέφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτομάτω — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen sg (doric aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτως — αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc acc pl (doric) αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόματον — αὐτόματος acting of one s own will masc acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτων — αὐτόματος acting of one s own will fem gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτοις — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτοισι — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομάτοισιν — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»