-
1 αυτοδίδαχτος
η, ο 1. выучившийся самостоятельно, самоучкой;2. (ο) самоучка, автодидакт -
2 αυτοδίδακτος
η, ο [ος, ον ] см. αυτοδίδαχτος -
3 αυτομαθής
ης, ες см. αυτοδίδαχτος
См. также в других словарях:
αυτοδίδαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έμαθε όσα ξέρει μόνος του, χωρίς δάσκαλο: Πολλοί σπουδαίοι ζωγράφοι ήταν αυτοδίδαχτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίδαχτος — η, ο 1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο. 2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα. 3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)