Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αυτοδίδαχτος

См. также в других словарях:

  • αυτοδίδαχτος — η, ο επίρρ. α αυτός που έμαθε όσα ξέρει μόνος του, χωρίς δάσκαλο: Πολλοί σπουδαίοι ζωγράφοι ήταν αυτοδίδαχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίδαχτος — η, ο 1. αυτός που δε διδάχτηκε: Στους μαθητές δόθηκε για ερμηνεία αρχαίο κείμενο αδίδαχτο. 2. αυτός που δε διδάχτηκε, δεν παίχτηκε στο θέατρο: Το έργο ήταν αδίδαχτο ως σήμερα. 3. αυτός που έμαθε κάτι μόνος του, χωρίς να το διδαχτεί, αυτοδίδαχτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»