-
1 αυτή
αὐτή, αὐτόςself: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀϋ̱τή, ἀυτήcry: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————αὐτόςself: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 ἀϋτή
ἀϋτή, ἡ, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei, dah. ἀυτή τε πτόλεμός τε, ll. 6, 328; die Schlacht selbst, 11, 802 Od. 11, 3834 wie Achill πύργος ἀϋτῆς heißt, Theocr. 22, 220; der Trompete, Aesch. Pers. 387; ὀξεῖα Pind. N. 9, 35. – Falsche Lesart ἀυτή Iliad. 16, 634 ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς· ἕκαϑεν δέ τε γίγνετ' ἀκουή, Scholl. Didym. ἀκουή: Ἀριστοφάνης ἀυτή.
-
3 αυτή
ἑαυτοῦStadtrecht von Gortyn: fem dat sg (attic epic ionic)——————ἀϋ̱τῇ, ἀυτέωcry: pres subj mp 2nd sgἀϋ̱τῇ, ἀυτέωcry: pres ind mp 2nd sgἀϋ̱τῇ, ἀυτέωcry: pres subj act 3rd sgἀϋ̱τῇ, ἀυτήcry: fem dat sg (attic epic ionic)——————αὐτόςself: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 ἀϋτή
A cry, shout, esp. battle-shout, war-cry,ἀϋτὴ δ' οὐρανὸν ἷκεν Il.2.153
;ἀϋτή τε πτόλεμός τε 6.328
;κίνδυνος ὀξείας ἀϋτᾶς Pi.N.9.35
: generally,γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος A.Ch. 564
; of the blast of the trumpet, Id.Pers. 395; of the creaking of the axle, Parm.1.6. (ἀϝῡτά IG9(1).868
(Corc.).) -
5 ἀῦτή
ἀῦτή: loud, far-reaching call, cry; ὥς τε με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀῦτή (the outcry of the maidens, when the ball with which they were playing fell into the river, had awakened Odysseus), Od. 6.122; esp. the battle-cry, and so, suggestively, for battle itself, δεινῆς ἀκόρητοι ἀῦτῆς, Il. 13.621; μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀῦτῆς, Il. 5.732; ὀψείοντες ἀῦτῆς καὶ πολέμοιο, Il. 14.37.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀῦτή
-
6 αύτη
-
7 αὕτη
-
8 ἀϋτή
ἀϋτή, das Geschrei, der Ruf, bes. das Schlachtgeschrei; die Schlacht selbst; der Trompete -
9 αυτη
-
10 αὐτῇ
ейней нём Ей ему [на] неё самый этот этот же нем этой [в] этот самом [в] самый том же [всё что в] ней [всё что в] нём Αὕτη αὐτὴ αὕτηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτῇ
-
11 αὐτὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτὴ
-
12 Αὕτη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Αὕτη
-
13 αὕτη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὕτη
-
14 αὐτή
Βλ. λ. αυτή -
15 αὑτή
Βλ. λ. αυτή -
16 ἀυτή
Βλ. λ. αυτή -
17 αὐτῇ
Βλ. λ. αυτή -
18 αὑτῇ
Βλ. λ. αυτή -
19 ἀυτῇ
Βλ. λ. αυτή -
20 αὕτη
οὗτος, αὕτη, τοῦτο: demonstrative pronoun, this, (he), sometimes however to be translated that, as when it anticipates a following relative, Od. 6.201 f. Sometimes deictic and local, ‘here’ like ὅδε, Il. 10.82, 3, Il. 11.612. The article, required with οὗτος in prose, occurs in Homer once, τοῦτον τὸν ἄναλτον, Od. 18.114.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αὕτη
См. также в других словарях:
αϋτή — ἀϋτή, η (Α) [αΰω (II)] 1. φωνή, κραυγή, βοή 2. πολεμική κραυγή 3. τρίξιμο … Dictionary of Greek
αὑτή — αὐτή , αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτῇ — ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres ind mp 2nd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτέω cry pres subj act 3rd sg ἀϋ̱τῇ , ἀυτή cry fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀυτή — ἀϋ̱τή , ἀυτή cry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτῇ — αὐτός self fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτή — αὐτός self fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὑτῇ — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὕτη — οὗτος this fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὑτὴ φράσει σιγῶσα. — См. Иной молчок ответ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λύχνου ἀρθέντος γυνὴ πᾶσα ἡ αὐτή. — См. Ночь матка все гладко! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek