-
1 αυλίτης
-
2 αὐλίτης
-
3 αυλιτης
-
4 αὐλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλίτης
-
5 αυλητης
-
6 αυλιτών
-
7 αὐλιτῶν
-
8 αὐλείτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλείτης
-
9 αὐλήτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλήτης
См. также в других словарях:
αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας … Dictionary of Greek
αὐλίτης — farm servant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλιτῶν — αὐλίτης farm servant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αυλείτης — ο βλ. αυλίτης … Dictionary of Greek