Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αυλιτης

См. также в других словарях:

  • αυλίτης — αὐλίτης και αὐλείτης, ο (Α) [αυλή] υπηρέτης αγροτικής κατοικίας …   Dictionary of Greek

  • αὐλίτης — farm servant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλιτῶν — αὐλίτης farm servant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αυλείτης — ο βλ. αυλίτης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»