-
1 авторитетный
авторитетный αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος (компе тентный)* * *αυθεντικός, με κύρος; αρμόδιος ( компетентный) -
2 подлинность
η αυθεντικότητα, η γνησιότητα-ый αυθεντικός, γνήσιοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подлинность
-
3 авторитетный
авторитет||ныйприл αὐθεντικός, μέ κῦρος (пользующийся авторитетом)/ ἀρμόδιος (компетентный)/ αὐταρχικός (не допускающий возражений). -
4 аутентичный
аутентичныйприл αὐθεντικός, πανομοιότυπος. -
5 доподлинный
доподлинн||ыйприл αὐθεντικός, ἐξακριβωμένος. -
6 достоверный
достоверн||ыйприл ἀξιόπιστος, αὐθεντικός, γνήσιος, ἐγκυρος:\достоверныйые сведения οἱ ἐγκυρες πληροφορίες· из-\достоверныйых источников ἀπό ἀξιόπιστη πηγή. -
7 недостоверный
недостоверныйприл μή αὐθεντικός / ἀμφίβολος (сомнительный). -
8 подлинный
подлинн||ыйприл1. αὐθεντικός, γνήσιος:с \подлинный-ым верно τό ἀκριβές ἀντίγραφο·2. (истинный) ἀληθής, πραγματικός. -
9 аутентический
κ. аутентичный επ.αυθεντικός•аутентический текст αυθεντικό κείμενο.
-
10 властный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. κυρίαρχος, αυθεντικός, κύριος•не -ны мы в самих себе δεν είμαστε εμείς κύριοι του εαυτού μας.
2. ο αρεσκόμενος να διατάζει•-человек άνθρωπος που του αρέσει να διατάζει.
|| προστακτικός• κυριαρχικός•властный голос προστακτική φωνή•
властный взгляд κυριαρχικό βλέμμα.
-
11 достоверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноαξιόπιστος, αυθεντικός, έγκυρος• γνήσιος•-ые сообщения επίσημες ανακοινώσεις•
-ые сведения έγκυρες πληροφορίες•
из -ых источников από έγκυρη πηγή.
-
12 недостоверный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно; μη αυθεντικός ανεπίσημος, μη έγκυρος, άκυρος•-ые сведения μη έγκυρες πληροφορίες.
-
13 подлинный
επ., βρ: -линен, -линна, -линна1. πρωτότυπος, αρχέτυπος, πρωτόγραφος.2. αληθινός, πραγματικός• γνήσιος• αυθεντικός.εκφρ.с -ым верно – ακριβές αντίγραφο. -
14 состоятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно1. ευκατάστατος, εύπορος•дети -ых родителей παιδιά εύπορων γονέων.
2. βάσιμος, αξιόπιστος• αυθεντικός.
См. также в других словарях:
αυθεντικός — ή, ό (AM αὐθεντικός, ή, όν) [αυθέντης] 1. έγκυρος, γνήσιος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυθέντη, τον άρχοντα μσν. νεοελλ. 1. εξαιρετικός 2. εκείνος που ανήκει στην κρατική εξουσία, δημόσιος νεοελλ. πρωτότυπος … Dictionary of Greek
αὐθεντικός — αὐθεντίζω take in hand perf part act neut nom/voc/acc sg αὐθεντικός principal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθεντικός — ή, ό 1.αυτός που λέγεται ή γίνεται με κύρος, ο αναμφισβήτητος: Η πληροφορία που είχαμε είναι αυθεντική. 2. γνήσιος, πραγματικός: Η χειρόγραφη διαθήκη του Α είναι αυθεντική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθεντικά — αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc pl αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc/acc dual αὐθεντικά̱ , αὐθεντικός principal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικώτερον — αὐθεντικός principal adverbial comp αὐθεντικός principal masc acc comp sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικῶν — αὐθεντικός principal fem gen pl αὐθεντικός principal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικόν — αὐθεντικός principal masc acc sg αὐθεντικός principal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικαῖς — αὐθεντικός principal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοῖς — αὐθεντικός principal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοί — αὐθεντικός principal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθεντικοῦ — αὐθεντικός principal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)