Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ατόφιος

См. также в других словарях:

  • ατόφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια (από το αυτοφυής) 1. απαράλλαχτος, ολόιδιος: Την είδες; ατόφια η μάνα της. 2. γνήσιος, μονοκόμματος, αυτοτελής: Αυτό το κόσμημα είναι ατόφιο χρυσάφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • αμακιγιάριστος — η, ο [μακιγιάρω] 1. αυτός που δεν έχει μακιγιαριστεί, αφτιασίδωτος 2. αυτός που έχει τη φυσική του όψη, γνήσιος, πραγματικός, ατόφιος …   Dictionary of Greek

  • ολοκόμματος — η, ο αυτός που αποτελείται από ένα τεμάχιο, μονοκόμματος, ατόφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + κομμάτι (πρβλ. μονο κόμματος)] …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»