-
1 паровой
паровой 1) ατμοκίνητος 2) (приготовленный на пару) ατμόβραστος* * *1) ατμοκίνητος2) ( приготовленный на пару) ατμόβραστος -
2 паровой
паров||о́й Iприл1. τοῦ ἀτμοῦ, ἀτμοκίνητος:\паровойа́я машина ἡ ἀτμοκίνητος μηχανή, ἡ ἀτμομηχανή· \паровойкя турбина ἡ ἀτμοτουρμπίνα· \паровойое отопление ἡ κεντρική θέρμανση, τό καλοριφέρ·2. (приготовленный на пару) μαγειρε(υ)μένος στον ἀτμό, τσιγαριστός.паров||о́й IIприл с.-х.:\паровойое поле χωράφι σέ ἀγρανάπαυση. -
3 брашпиль
мор. о εργάτ/ης (της άγκυρας), το βαρούλκοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > брашпиль
-
4 молот
молотм ἡ σφύρα, τό σφυρί / ἡ βαρειά (большой):деревянный \молот ἡ καλόσφυρα· паровой \молот ἡ ἀτμόσφυρα, ἡ ἀτμοκίνητος σφῦρα· серп и \молот τό σφυροδρέπανο[ν]· ◊ между \молотом и наковальней βρίσκομαι μεταξύ σφύρας καί ἄκμονος.
См. также в других словарях:
ατμοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ατμό ή ατμομηχανή («ατμοκίνητη μηχανή», «ατμοκίνητο εργοστάσιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + κινητός < κινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek
ατμοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ατμό: Παλιότερα τα πλοία ήταν ατμοκίνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατμήλατος — η, ο ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ηλατος < ελαύνω Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος] … Dictionary of Greek
ατμήρης — ες ατμήλατος, ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ήρης < αραρίσκω (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Λάτρη] … Dictionary of Greek
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek
Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που … Dictionary of Greek