Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ατμοκίνητος

См. также в других словарях:

  • ατμοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ατμό ή ατμομηχανή («ατμοκίνητη μηχανή», «ατμοκίνητο εργοστάσιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + κινητός < κινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] …   Dictionary of Greek

  • ατμοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με ατμό: Παλιότερα τα πλοία ήταν ατμοκίνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατμήλατος — η, ο ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ηλατος < ελαύνω Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στην εφημερίδα Ασμοδαίος] …   Dictionary of Greek

  • ατμήρης — ες ατμήλατος, ατμοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ήρης < αραρίσκω (πρβλ. λογχήρης, χαλκήρης). Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικέσιο Λάτρη] …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Σιδηροδρομικό (Αθηνών) — Το πρώτο του είδους του της χώρας μας στεγάζεται σε ένα παλιό αμαξοστάσιο από το 1979 (Σώκου 4 & Λιοσίων 301, Σεπόλια). Στην κατάλληλα διαμορφωμένη κεντρική αίθουσα του αμαξοστασίου φιλοξενούνται μερικά θαυμάσια δείγματα από τις αμαξοστοιχίες που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»