-
1 ατζαμής
ατζαμίδισσα, ατζαμίδικο1) неумелый, неискусный; неопытный; 2) невежественный, безграмотный -
2 ατζαμής
[адзамис] επ. неловкий, неуклюжий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατζαμής
-
3 ατζαμής
[адзамис] επ неловкий, неуклюжий. -
4 ατζαμής
1) awkward2) beginnerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατζαμής
-
5 неопытный
-
6 неграмотный
негра́мотн||ыйприл1. ἀγράμματος, ἀναλράβητος / ἀνορθόγραφος (о написанном)/ γεμάτος λάθή (с ошибками):\неграмотныйое письмо γράμμα γεμάτο λάθη· \неграмотныйая речь ἡ ἀγράμματη ὁμιλία·2. перен ἀμαθής, ἀτζαμής, ἄπειρος / ἄτεχνος, κακότεχνος, ἀγράμματος (о работе, рисунке):\неграмотныйый архитектор ὁ ἀτζα-μῆξ ἀρχιτέκτων3. м ὁ ἀγράμματος. -
7 неискушенный
неискушенн||ыйприл ἀγνός, ἀθῶος / ἀπειρος, ἀτζαμής (неопытный):\неискушенныйый в политике ἄπειρος στήν πολιτική. -
8 неопытный
неопытныйприл ἀδαής, πρωτόπειρος, ἄπειρος, ἀτζαμής, ἀμαθης. -
9 неумелый
неуме||лыйприл ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος / ἀνίκανος, ἀτζαμής, κακότεχνης (о человеке). -
10 ατρόχιστος
η, ο [ος, ον ]1) ненаточенный; неотточенный (тж. перен.);ατρόχιστος νούς — нетренированный, неотточенный ум;
2) перен. см. ατζαμής -
11 малограмотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно; ολιγομαθής, ημιμαθής, λιγογράμματος, κουτσογραμματισμένος. || μτφ. αμαθής, ατζαμής. -
12 неискушённый
επ.άπειρος, αδαής, ατζαμής• ανεξάσκητος, αξέβγαλτος•неискушённый человек в политике άπειρος άνθρωπος στην πολιτική.
-
13 неопытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноάπειρος, αδαής, άπραγος, ατζαμής•неопытный врач άπειρος γιατρός.
|| άβγαλτος, αξέβγαλτος (που δεν έχει πείρα της ζωής, της κοινωνίας). -
14 неумелый
επ., βρ: -мл, -а, -оαδέξιος• ανίκανος ατζαμής• άπειρος ανίδεος, αδαής. -
15 сапожник
-а α.1. παπουτσής, τσαγκάρης• επιδιορθωτής υποδημάτων, μπαλωματής.2. (αιτλ.) ατζαμής, αδαής.εκφρ.как сапожник (делать что) – ατζαμιδικα (κάνω κάτι). -
16 сопливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. μιξιά-ρικος• μυξιάρης•сопливый нос μιξιάρικη μύτη•
сопливый ребнок μυξιάρικο παιδάκι.
2. μτφ. (απλ.) μικρός, άπειρος, ατζαμής, αξέβγαλτος. -
17 сопляк
-а α.(απλ.)1. μυξιάρικο παιδάκι.2. (περιφρ.) παιδαρέλι. || νεαρός, άπειρος, ατζαμής. -
18 maharetsiz
αδέξιος, ατζαμής -
19 awkward
1) αδέξιος2) ατζαμής -
20 beginner
1) αρχάριος2) ατζαμής
См. также в других словарях:
ατζαμής — ο (λ. τουρκ.), η, πληθ. ήδες, πρωτόπειρος, αδέξιος: Μην τον ξεσυνερίζεσαι, είναι ακόμη ατζαμής στη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατζαμής — Επίθετο που σημαίνει αυτόν που είναι πρωτόπειρος σε δουλειά. Προέρχεται από τη λέξη ατζέμ, που σημαίνει Πέρσης. Ονόμαζαν έτσι τους Πέρσες επειδή τους θεωρούσαν αμόρφωτους και απολίτιστους. Με τον καιρό επικράτησε και στους Τούρκους η λέξη ατζαμί… … Dictionary of Greek
αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… … Dictionary of Greek
καταστροφέας — ο (Α καταστροφεύς) [καταστροφή] αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής αρχ. πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek
πρωτόπειρος — η, ο / πρωτόπειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύ πειρος] … Dictionary of Greek
ageamiu — AGEAMÍU, ÍE, ageamii, adj., s.m. şi f. (fam.) Începător, novice, profan; (om) care nu se pricepe. – Din tc. acemi. Trimis de ana zecheru, 07.10.2008. Sursa: DEX 98 AGEAMÍU adj., s. v. ignorant, incapabil, incompetent, necapabil, nechemat,… … Dicționar Român
άτεχνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έγινε με τέχνη, κακότεχνος: Τα έπιπλα που είχε κάνει ήταν άτεχνα. 2. αυτός που δεν ξέρει την τέχνη του, αδέξιος, ατζαμής: Η εκτύπωση δεν είναι καλή, γιατί ο τυπογράφος ήταν άτεχνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτριφτος — η, ο 1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Το πιπέρι ήταν άτριφτο. 2. αυτός που δεν είναι πολύ μεταχειρισμένος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν άτριφτα, καινούργια. 3. αδαής, ατζαμής: Είναι ακόμη άτριφτος στη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχάριος — α, ο πρωτόπειρος, αδέξιος, ατζαμής: Μην τον παρεξηγείς, είναι αρχάριος στο επάγγελμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυνήθιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος, σπάνιος, εξαιρετικός: Το παιδί αυτό δείχνει μιαν ασυνήθιστη ωριμότητα. 2. αυτός που δεν εξοικειώθηκε με κάτι, άπειρος, ατζαμής: Είναι ακόμη το παιδί ασυνήθιστο στη δουλειά αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)