-
81 Ασίην
Ἀ̱σίην, Ἄσιοςfem acc sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem acc sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc acc sg (epic ionic) -
82 Ἀσίην
Ἀ̱σίην, Ἄσιοςfem acc sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem acc sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc acc sg (epic ionic) -
83 Ασίης
Ἀ̱σίης, Ἄσιοςfem gen sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem gen sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc nom sg (epic ionic) -
84 Ἀσίης
Ἀ̱σίης, Ἄσιοςfem gen sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem gen sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc nom sg (epic ionic) -
85 Διάσια
Δῑάσια, Διάσιαthe festival of Zeus: neut nom /voc /acc pl -
86 ασίαι
-
87 ἀσίαι
-
88 ωσίαν
-
89 ὠσίαν
-
90 ασίαν
ἀσίᾱν, ἄσιοςAsian: fem acc sg (attic doric aeolic)——————ἐσίᾱν, ἐσίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
91 ἀσίαν
ἀσίᾱν, ἄσιοςAsian: fem acc sg (attic doric aeolic)——————ἐσίᾱν, ἐσίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
92 φρήν
a pl., midriffὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
bI s., spirit, soul τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90 νέκταρ χυτόν, γλυκὺν καρπὸν φρενός (i. e. τὸν ὕμνον) O. 7.8ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ δυσπαλές O. 8.24
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.2
ἐλευθέρᾳ φρενὶ P. 2.57
αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. τίν, φρονίμῳ ὄντι, Fennel) P. 5.19ἀταρβεῖ φρενί P. 5.51
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν P. 6.36
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.52
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (ὁ νοῦς Σ.) N. 1.27 ( ῥῆμα)ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.8
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.50
ἐκ φρεν[ός (supp. Snell) Πα. 7A. 5.καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν Pae. 9.37
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] ασίᾳ φρενί fr. 173. 5. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν: conicias κέντρον, Snell) fr. 222. 3.II pl., wits, sensesδαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.30
καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὸν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (sc. λάθα) O. 7.47σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
μαινομέναις φρασὶν P. 2.26
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
ἀμπλακίαισι φρενῶν P. 3.13
θναταῖς φρασὶν (Boeckh: φρεσὶν codd.) P. 3.59τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
“ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 “ Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” P. 4.109 “ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.60
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.60 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ ( experience, Fennel) N. 10.12ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.5 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν (i. e. his words are at one with his thoughts) I. 6.72 τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.c soul of the deadθανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν O. 2.58
d fragg. ]έναν φρε[ν (supp. Lobel) fr. 169. 22. ] λισφρασι[ P. Oxy. 1792, fr. 4. -
93 βοηλασία
βοηλ-ᾰσία, ἡ,A driving of oxen, cattle-lifting, Il.11.672.II place where cattle are pastured, cattle-run, AP7.626.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηλασία
-
94 γόνυ
γόνῠ, τό, gen. γόνατος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. γούνατος (for γόνϝατος) Il.21.591, Hdt.2.80: pl. nom.Aγούνατα Il.5.176
, Hes.Op. 587, Hdt.1.199, Schwyzer694.7 (Chios, iv B. C.), gen.γουνάτων Hdt.9.76
, dat.γούνασι Il.9.455
, Hdt.4.152 (also Pi.I.2.26),γονάτεσσι Theoc.16.11
, Epigr.Gr. 782 (Halic.); also [dialect] Ep. gen. γουνός (expl. as for γόνυος by Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9) Il.11.547: pl.γοῦνα 6.511
;γούνων 1.407
, al.: dat.γούνεσσι 9.488
, al. (v.l. γούνασσι):—[dialect] Aeol. acc. pl.γόνα Alc.39.7
(prob.), but γόννα acc. to St.Byz. s.v. Γόννοι, Eust.335.39: gen. pl.γόνων Alc.Supp.10
:E hasγουνάτων Hec.752
, 839,γούνασι Supp.285
(lyr.), Andr.529 (lyr.), but not γουνός ( γοῦν' acc. pl. was read by Sch. in Ph.852): gen. pl. γεύνων, Hsch.:— knee,γόνυ γουνὸς ἀμείβων Il.11.547
, etc.: freq. of clasping the knees in earnest supplication,ἥψατο γούνων 1.512
;ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων 21.71
, 1.407, etc.;τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.9.76
; ποτὶ (v.l. περὶ ) orἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.6.310
, 7.142; , cf. Ph. 1622, etc.;τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457
, cf. Od.7.147, etc.; ;ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463
;γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp. 165
;σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
; ἐς γούνατά τινι orτινος πεσεῖν Hdt.5.86
, S.OC 1607;ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν E.Hec. 787
; γόνυ τινός or πρὸς γόνυ προσπίπτειν ib. 339, HF79;γόνασί τινος προσπίπτειν Id.Or. 1332
(but προσπίτνω σε γόνασιν on my knees, S.Ph. 485); πίπτειν πρὸς τὰ γ. τινος, tini, Lys.1.19, D.19.198; alsoγούνων λίσσεσθαι Il.9.451
;ἐλλιτανεύειν Od.10.481
;γουνάζεσθαι Il.22.345
;ἄντεσθαι πρὸς τῶν γονάτων E.Med. 710
;ἱκετεῦσαι πρὸς τ. γ. D.58.70
.2 of a sitting posture, φημί μιν ἀσπασίως γ. κάμψειν will be glad to bend the knee so as to sit down and rest, Il.7.118, cf. 19.72; but also, bow the knee in submission, ἐμοὶ κάμψει (intr.)πᾶν γ. LXX Is.45.23
; γ. ὀκλάζειν τινί ib.3 Ki.19.18, v. sub κάμπτω: ἐπὶ γούνασι on one's knees,ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500
;ποτὶ γ. 5.408
; ;σ' ἐπ' ἐμοῖσι.. γούνεσσι καθίσσας 9.488
;τόν ῥά οἱ.. ἐπὶ γούνασι θῆκεν Od.19.401
; ; πέπλον.. θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.6.92, cf. Schwyzer l.c.: hence metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται it rests in the lap of.., Il.17.514, Od.1.267, etc.; but ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας victorious, Pi.I.2.26.3 of the knees as the seat of strength,ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569
; of swiftness,λαιψηρά γ. 22.204
, etc.; γούνατά τινος λύειν disable, kill him, 5.176, etc.;ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν 11.579
; βλάπτειν γ. τινι, ka/matos d' u(po\ g. e)da/mna, 7.271, 21.52:—[voice] Pass.,αὐτοῦ λύτο γούνατα 21.114
, etc.4 metaph., ἐς γόνυ βάλλειν bring down upon the knee, i. e. humble, conquer, Hdt.6.27; ἐς γ. ῥίπτειν, κλίνειν, App.BC3.20,30;ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14
, Pers.1.17;Ἀσία δὲ χθὼν.. ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers. 931
(lyr.).5 prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', 'charity begins at home', Theoc.16.18;γ. κνήμης ἔγγιον Arist.EN 1168b8
, Ath.9.383b. -
95 γυμνασία
γυμν-ᾰσία, ἡ,A right to use γυμνάσιον, Arist.Pol. 1297a17 (s.v.l.); exercise,σωματικὴ γ. 1 Ep.Ti.4.8
: pl., IG22.1006.65, SIG1073.19 (Olympia, ii A. D.); of military exercises,ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις γ. Plb.4.7.6
; generally, struggle, Str.3.2.7;αἱ καθ' ἡμέραν γ.
lessons,D.H.
Comp.20: metaph. of mental exercise, Iamb.Comm.Math.24; freq. of disputation, Pl.Tht. 169c, Arist. Top. 101a27, al.; training,γ. πρὸς τὰς πολιτικὰς πράξεις Plb.1.1.2
.2 Rhet., practice: hence, arrangement, disposition, τοῦ διηγήματος Theo Prog.4, cf. Aphth.Prog.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυμνασία
-
96 διαδικασία
διαδῐκ-ᾰσία, ἡ,A suit to decide between claimants, e.g. to an estate,δ. κλήρου D.44.7
; to a wardship,δ. ἐπιτροπῆς Arist.Ath.56.6
; to exemption from a λειτουργία, D.28.17, cf. Lys.17.1, D.24.13, etc.;τὴν δ. ποιεῖσθαι IG12(5).722.48
([place name] Andros); esp. of judicial inquiries relating to naval matters, D.47.26, Arist. Ath.61.1.3 metaph., δ. τῷ βήματι πρὸς τὸ στρατήγιον dispute between the orators and the board of generals, Aeschin.3.146: generally, τὴν τῶν ἀριστείων δ. the competition for public honours, Pl. Lg. 952d, cf. Polem.Call.53.4 διαδικασίαν προθεῖναι ταῖς γνώμαις put the question to the vote, D.H.11.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδικασία
-
97 διαθερμασία
διαθερμ-ᾰσία, ἡ,A warming effect, Epicur. Fr.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαθερμασία
-
98 διαμοιρασία
διαμοιρ-ᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμοιρασία
-
99 διασημασία
διασημ-ᾰσία, ἡ,A method of marking, Ptol.Alm.7.4, 8.3 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασημασία
-
100 διϊππασία
διϊππ-ᾰσία, ἡ,A riding through, Suid., EM274.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διϊππασία
См. также в других словарях:
.ασία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ασίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱͅ , ἐσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσία — Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc/acc dual Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc/acc dual (ionic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσίης masc nom/voc/acc dual Ἀσίᾱ , Ἀσίης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσίᾳ — Ἀ̱σίᾱͅ , Ἄσιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀσίαι , Ἀσία Asia fem nom/voc pl (ionic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσία Asia fem dat sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά … Dictionary of Greek
Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)