-
21 Ασιανών
-
22 Ἀσιανῶν
-
23 Ασιανόν
-
24 Ἀσιανόν
-
25 Ασίη
Ἀ̱σίη, Ἄσιοςfem nom /voc sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem nom /voc sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc voc sg (epic ionic)——————Ἀ̱σίῃ, Ἄσιοςfem dat sg (epic ionic)ἈσίαAsia: fem dat sg (epic ionic)Ἀσίηςmasc dat sg (epic ionic) -
26 ασίας
-
27 ἀσίας
-
28 ωσίας
-
29 ὠσίας
-
30 ἑτοιμασία
ἑτοιμ-ᾰσία, ἡ,A readiness,πρὸς τὰς ὑπουργίας Hp. Decent.12
; εἰς ἑ. ὑμῶν παρέχειν to place at your disposal, J.AJ 10.1.2.II preparation,ἀρμένων Aen.Tact.21.1
, cf. LXX Ps.9.38 (10.17); τροφῆς ib.Wi.13.12; equipment,ἐν -ασίᾳ εὐαγγελίου Ep.Eph. 6.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτοιμασία
-
31 Ασιανή
-
32 Ἀσιανῇ
-
33 Ασιανήι
-
34 Ἀσιανῆι
-
35 Ασιανής
-
36 Ἀσιανῆς
-
37 Ασιαναίς
-
38 Ἀσιαναῖς
-
39 Ασιαναί
-
40 Ἀσιαναί
См. также в других словарях:
.ασία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc/acc dual ἐσίᾱ , ἐσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσία — ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc/acc dual ἀσίᾱ , ἄσιος Asian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ασίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) ἐσίᾱͅ , ἐσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίᾳ — ἀσίᾱͅ , ἄσιος Asian fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσία — Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc/acc dual Ἀ̱σίᾱ , Ἄσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc/acc dual (ionic) Ἀσίᾱ , Ἀσία Asia fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱ , Ἀσίης masc nom/voc/acc dual Ἀσίᾱ , Ἀσίης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσίᾳ — Ἀ̱σίᾱͅ , Ἄσιος fem dat sg (attic doric aeolic) Ἀσίαι , Ἀσία Asia fem nom/voc pl (ionic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσία Asia fem dat sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱͅ , Ἀσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
ξιπ(π)ασιά — η (εσφ. γρφ.) βλ. ξυπασιά … Dictionary of Greek
Ἀσιανά — Ἀσιᾱνά , Ἀσιανός Asia neut nom/voc/acc pl Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc/acc dual Ἀσιᾱνά̱ , Ἀσιανός Asia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιανῶν — Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia fem gen pl Ἀσιᾱνῶν , Ἀσιανός Asia masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)