Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ασφυκτικά

См. также в других словарях:

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • τιγκάρω — Ν [τίγκα] 1. (σχετικά με δοχείο) γεμίζω έως επάνω, ξεχειλίζω 2. (αμτβ.) γεμίζω ασφυκτικά («τίγκαρε το θέατρο») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιγκαρισμένος, η, ο (για δοχείο ή για χώρο) γεμάτος ασφυκτικά …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • καταπνίγω — (AM καταπνίγω) πνίγω κάποιον εντελώς, τόν αποπνίγω νεοελλ. 1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση» 2. μέσ. καταπνίγομαι είμαι αδύνατος,… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • πήζω — Ν 1. κάνω κάτι να στερεοποιηθεί, να μεταβληθεί από ρευστό σε στερεό («πήζω το γάλα») 2. μεταβάλλομαι από ρευστό σε στερεό («έπηξε η κρέμα») 3. μτφ. α) (για χώρο) γεμίζω πάρα πολύ, γεμίζω ασφυκτικά (α. «έπηξε η πλατεία από κόσμο» β. «έπηξε η… …   Dictionary of Greek

  • περιπνιγής — ές, Α [περιπνίγω] αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές …   Dictionary of Greek

  • πνιγμώδης — ῶδες, ΜΑ [πνιγμός] αυτός που προκαλεί πνιγμό, ο πνιγηρός («πνιγμώδης βήξ», Ιπποκρ.) επίρρ... πνιγμωδῶς Μ αποπνικτικά, ασφυκτικά …   Dictionary of Greek

  • Λόντον, Τζακ — (Jack London, Σαν Φρανσίσκο 1876 – Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γκρίφιθ (John Griffith). Εξώγαμο παιδί ενός πλανόδιου αστρολόγου, έζησε χαοτική και περιπετειώδη ζωή, πολλές φορές αλητεύοντας… …   Dictionary of Greek

  • Μαλρό, Αντρέ — (Andre Malraux, Παρίσι 1901 – 1976). Γάλλος συγγραφέας, αρχαιολόγος, θεωρητικός της τέχνης και πολιτικός. Ήταν παδί πλούσιας αστικής οικογένειας. Φοίτησε στο λύκειο Γκοντορσέ και κατόπιν στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού, την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»