-
1 асфальтировать
-
2 асфальтирование
η ασφαλτόστρωση, η ασφάλτωση-ть ασφαλτώνω, ασφαλτοστρώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > асфальтирование
-
3 асфальтировать
асфальт||и́роватьсов и несся. Ασφαλτοστρώνω, ἀσφαλτώνω. -
4 асфальтировать
-
5 гудронировать
См. также в других словарях:
ασφαλτώνω — (Α ἀσφαλτῶ, όω) ασφαλτοστρώνω, επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα ασφάλτου … Dictionary of Greek
ασφαλτώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, ασφαλτοστρώνω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek