1 ασυνήθιστος
ασυνήθιστο θέαμα — непривычное зрелище;
ασυνήθιστη συμπεριφορά — непринятая форма поведения;
ασυνήθιστ στη δουλιά — не привыкший работать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ασυνήθιστος