-
1 ασυμφωνία
ἀσυμφωνίᾱ, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem nom /voc /acc dualἀσυμφωνίᾱ, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀσυμφωνίαι, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem nom /voc plἀσυμφωνίᾱͅ, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ασυμφωνια
-
3 ασυμφωνία
η1) несогласие; разногласия; расхождение (во мнениях);ασυμφωνία γιά το πότε να φύγουμε — разногласия в отношении времени отъезда;
ασυμφωνία αντιλήψεων — расхождение во взглядах;
2) несогласованность; несоответствие, несовпадение;ασυμφωνία λόγων και πράξεων — несоответствие между словами и действиями;
ασυμφωνία δαπανών προς τα έσοδα — несоответствие между расходами и доходами;
3) несовместимость (характеров);διαζύγιο λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων — развод по причине несовместимости характеров;
4) непоследовательность (в суждениях и т. п.);5) муз. диссонанс -
4 ἀσυμφωνία
Βλ. λ. ασυμφωνία -
5 ἀσυμφωνίᾳ
Βλ. λ. ασυμφωνία -
6 ασυμφωνία
[асимфониа] οοσ. Θ. несогласованность, отсутствие единогласия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυμφωνία
-
7 ασυμφωνία
[асимфониа] ουσ θ несогласованность, отсутствие единогласия. -
8 ἀσυμφωνία
ἀσυμφων-ία, ἡ,A want of harmony, discord, Pl.Lg. 861a, Ph.1.5; incoherence,πολλῆς ἀσυμφωνίας ἔγεμεν ὁ λόγος Carneisc.Herc.1027.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυμφωνία
-
9 ἀσυμφωνία
ἀ-συμ-φωνία, Mangel an Einklang, Uneinigkeit -
10 ασυμφωνία
1) disagreement2) discord3) discrepancyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασυμφωνία
-
11 uyuşmazlık
ασυμφωνία -
12 disagreement
ασυμφωνία -
13 discrepancy
ασυμφωνία -
14 anlaşmazlık
ασυμφωνία, διαμάχη, φαγωμάρα, διχόνοια -
15 ασυμφωνίας
ἀσυμφωνίᾱς, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem acc plἀσυμφωνίᾱς, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἀσυμφωνίας
ἀσυμφωνίᾱς, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem acc plἀσυμφωνίᾱς, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ασυμφωνίαι
ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem nom /voc plἀσυμφωνίᾱͅ, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ἀσυμφωνίαι
ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem nom /voc plἀσυμφωνίᾱͅ, ἀσυμφωνίαwant of harmony: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 ασυμφωνίαν
-
20 ἀσυμφωνίαν
См. также в других словарях:
ἀσυμφωνία — ἀσυμφωνίᾱ , ἀσυμφωνία want of harmony fem nom/voc/acc dual ἀσυμφωνίᾱ , ἀσυμφωνία want of harmony fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφωνίᾳ — ἀσυμφωνίαι , ἀσυμφωνία want of harmony fem nom/voc pl ἀσυμφωνίᾱͅ , ἀσυμφωνία want of harmony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμφωνία — η (Α ἀσυμφωνία και ἀξ ) έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, διαφορά αρχ. έλλειψη μουσικής αρμονίας … Dictionary of Greek
ασυμφωνία — η το να μη συμφωνά κανείς με κάποιον άλλο, αντίθεση, διαφορά: Χώρισαν, όταν διαπίστωσαν την ασυμφωνία των χαρακτήρων τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυμφωνίας — ἀσυμφωνίᾱς , ἀσυμφωνία want of harmony fem acc pl ἀσυμφωνίᾱς , ἀσυμφωνία want of harmony fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφωνίαι — ἀσυμφωνία want of harmony fem nom/voc pl ἀσυμφωνίᾱͅ , ἀσυμφωνία want of harmony fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμφωνίαν — ἀσυμφωνίᾱν , ἀσυμφωνία want of harmony fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
εναντιοτροπία — η (Α ἐναντιοτροπία) νεοελλ. 1. η τροπή προς το αντίθετο, εναντιότητα, αντίφαση, αντινομία, ασυμφωνία, το ασυμβίβαστο 2. φυσική ιδιότητα που παρουσιάζουν οι εναντιότροπες ουσίες, οι οποίες εμφανίζονται με δύο διαφορετικές φυσικές μορφές με… … Dictionary of Greek
σιλούριο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, που τοποθετείται μεταξύ του Κάμβριου (κατώτερου) και του δεβόνιου. Τα κατώτερα όριά του βασίζονται αποκλειστικά σε παλαιοντολογικά κριτήρια, γιατί δεν υπάρχουν αξιοσημείωτες παλαιογεωγραφικές μεταβολές… … Dictionary of Greek
καληδόνια ορεογένεση — Η πρώτη από τις μεγάλες αναταραχές που επέδρασαν στον φλοιό της Γης κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα και προκάλεσαν την πτύχωση των πετρωμάτων και τη γένεση σημαντικών ορεινών αλυσίδων, ιδιαίτερα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Το… … Dictionary of Greek