-
1 αστρονόμος
-
2 ἀστρονόμος
-
3 αστρονομος
-
4 αστρονόμος
ο, η астроном -
5 αστρονόμος
[астрономос] οοσ. а. астроном,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστρονόμος
-
6 αστρονόμος
[астрономос] ουσ а. астроном. -
7 ἀστρονόμος
A astronomer, Pl.R. 531a, etc.; ὁ ἀ. the astronomer par excellence, i. e. Ptolemy, Olymp. in Mete.188.33:—as Adj., Nic. Dam.p.3D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρονόμος
-
8 ἀστρονόμος
ἀστρο-νόμος, (eigtl. die Sterne in Sternbilder verteilend), der Sternkundige, Sternbetrachtende -
9 αστρονόμος
astronome -
10 αστρονόμος
astronom (m) rzecz. -
11 αστρονόμος
1) astronom2) hvězdář -
12 αστρονόμος
astronomerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αστρονόμος
-
13 astronom
αστρονόμος -
14 astronome
αστρονόμος -
15 astronom
αστρονόμος -
16 hvězdář
αστρονόμος -
17 astronomer
αστρονόμος -
18 astronom
αστρονόμος -
19 astronomus
astronomus, i, m. astronome. - [gr]gr. ἀστρονόμος.* * *astronomus, i, m. astronome. - [gr]gr. ἀστρονόμος.* * *Astronomus, pen. cor. Astronome, Astronomien. -
20 астроном
См. также в других словарях:
αστρονόμος, ο — αστρονόμος, ο, η αυτός που ασχολείται με τη μελέτη των άστρων: Οι αστρολόγοι είναι οι πρόδρομοι των αστρονόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστρονόμος — astronomer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονόμος — ο, η (AM ἀστρονόμος) αυτός που ασχολείται με την αστρονομία αρχ. 1. ο αστρολόγος* 2. ο κατεξοχήν αστρονόμος, ο Πτολεμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + νομος < νέμω] … Dictionary of Greek
Υψικλής — Αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου αι. μ.Χ., από την Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο Περί πολυέδρων, που πολλοί το εντάσσουν στα Στοιχεία του Ευκλείδη … Dictionary of Greek
ἀστρονόμοι — ἀστρονόμος astronomer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμοις — ἀστρονόμος astronomer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμον — ἀστρονόμος astronomer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμου — ἀστρονόμος astronomer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμους — ἀστρονόμος astronomer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμων — ἀστρονόμος astronomer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμῳ — ἀστρονόμος astronomer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)