Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αστερών

См. также в других словарях:

  • ἀστέρων — ἀ̱στέρων , ἀστερόω turn into stars imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱στέρων , ἀστερόω turn into stars imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀστερόω turn into stars imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀστερόω turn into stars imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • αστροφωτομετρία — Κλάδος της αστρονομίας, που μελετά τους αστέρες μέσω των φωτόμετρων, οργάνων κατάλληλων για τη μέτρηση της λαμπρότητάς τους. Η σύγχρονη α. χρησιμοποιεί βασικά δύο τύπους φωτόμετρων: αυτά που βασίζονται στις κανονικές φωτογραφικές διαδικασίες και… …   Dictionary of Greek

  • Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… …   Dictionary of Greek

  • Πίκερινγκ — (Pickering). Επώνυμο 2 αδελφών Αμερικανών αστρονόμων. 1. Γουίλιαμ Χένρι (Βοστώνη 1858 – Μάντεβολ, Τζαμάικα 1938). Συνεργάστηκε αρχικά με τον αδελφό του Έντουαρντ Τσαρλς Π. Ασχολήθηκε με τις εγκαταστάσεις του Φλάγκσταφ στην Αριζόνα. Οι… …   Dictionary of Greek

  • αστερισμός — Αστέρες που ανήκουν σε μία από τις πολλές περιοχές του ουρανού, με βάση την παλαιά υποδιαίρεσή τους σε ομάδες (τους α.), την οποία έκαναν οι αρχαίοι αστρονόμοι για την αναγνώριση και την ταξινόμησή τους. Η παλιά εμπειρική υποδιαίρεση δεν ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»