-
1 ἀστέρων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀστέρων
-
2 αποκαταστασις
- εως ἥ1) восстановление(τινος и εἴς τι Arst.)
2) возвращение(τῶν ἀστέρων Plat.; τῶν ὁμήρων εἰς τὰς πατρίδας Polyb.)
3) посвящение, приношение(τῶν ἀναθημάτων Plut.)
-
3 διαδρομη
ἥ тж. pl.1) бегание взад и вперед, беготня, суматоха(ἁρπαγαὴ διαδρομᾶν ὁμαίμονες Aesch., θόρυβος καὴ δ. Polyb.: κραυγαὴ καὴ διαδρομαί Plut.)
2) распространение3) движение, течение(διαδρομαὴ τῶν ἀστέρων Arst.)
4) свободный проход, дорожка(ἱκανέ δ. τινι Xen.)
5) бассейнδιαδρομαὴ ἰχθυοτρόφοι Plut. — рыбные садки
-
4 διαθεμα
-
5 εκφαινω
(fut. ἐκφᾰνῶ - ион. Luc. ἐκφανέω, aor. ἐξέφηνα; aor. 2 pass. ἐξεφάνην)1) делать заметным, выводить(φόωσδέ τινα Hom. и εἰς φάος τι Eur.)
2) обнаруживать, показывать(τι Pind., Soph., Plat., Plut. и τινά Her.)
ἐ. ἑωυτὸν ἐόντα οὐδὲν ἥσσω τινός Her. — оказываться не хуже кого-л.;pass. — показываться, являться:δίκαιοι ἐκφανούμεθα Soph. — мы покажем себя справедливыми;μέ καθ΄ ὥραν ἐκφανέντες καρποί Plut. — несвоевременно появившиеся плоды3) блистать, сверкать(κόσμω ὅπλων καὴ λαμπρότητι Plut.; тж. pass.: ὄσσε ὡσεὴ σέλας ἐξεφάανθεν Hom.)
ἀστέρων τινῶν ἐκφανέντων Thuc. — при свете нескольких звезд4) обнаруживать, открывать(τέν αἰτίαν Her.)
5) выказывать, проявлять6) высказывать, выражать(τέν ἑωυτοῦ γνώμην Her.)
κακῶν ἀρχεγὸν ἐ. λόγον Eur. — произносить зловещие слова7) объявлять(πόλεμον πρός τινα Xen. и πόλεμον λαμπρῶς Plut.)
-
6 εποχη
ἥ1) остановка, задержка, прекращение(ἥ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Polyb.)
ἐποχὰς ποιεῖν τινος Plut. — прекратить что-л.3) задержка лучей ( при затмении) Plut.4) астр. взаимное положение небесных светил, констелляция(ἀστέρων ἐποχαί Plut.)
5) поздн. эпоха -
7 ευτακτος
21) благоустроенный, в котором царит полный порядок(πόλις Arph.)
2) упорядоченный, уравновешенный, правильный(τῶν ἀστέρων κίνησις Arst.; βίος Men., Plut.)
3) совершаемый в строгом порядке(πορεία Thuc.)
4) расположенный в строгом порядке5) дисциплинированный(οἱ ἀρχόμενοι Xen.)
6) скромный, воздержный(εὔ. τὸν βίον γυνή Plut.)
-
8 ευταξια
ἥ тж. pl.1) хорошее состояние(ὅπλων καὴ ἵππων Xen.)
2) правильное расположение(τῶν ἀστέρων Arst.; τῶν φλεβῶν Anth.; τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα εὐ. Plat.)
3) строгий порядок, дисциплина(ἔς τι Thuc.; ἐν τῷ κόσμῳ Arst.)
ἥ εὐνομία εὐ. Arst. — правовой порядок4) умеренность, воздержность Polyb., Plut. -
9 καταπυκνοω
густо усаживать(θύρας ἥλοις Diod.)
κ. τρήμασι τεῖχος Polyb. — продырявить стену во многих местах;ἐλαίαις καταπεπυκνῶσθαι Diod. — быть сплошь покрытым масличными деревьями;κατεπύκνου παραδειγμάτων πλήθει τέν πόλιν Plut. — (Ликург) наполнил город множеством (назидательных) образцов;(ὅ κύκλος), ἐν ᾧ μᾶλλον φαίνεται καταπεπυκνῶσθαι καὴ μεγέθει καὴ πλήθει ἀστέρων Arst. — (небесный) круг, в котором кажется сосредоточенным наибольшее количество наибольших звезд -
10 κελευθα
-
11 λοξος
31) косой, наклонный(γραμμαί Eur.; ἥ τῶν ἀστέρων φορά Arst.)
ὅ λ. κύκλος Arst. — наклонный круговой путь (солнца), т.е. эклиптика2) перен. косой, косящий(κόραι Anth.)
λοξὰ βλέπειν Theocr. — смотреть косо, т.е. враждебно3) запутанный, туманный(λοξὰ ἀποκρίνεσθαι Luc.)
-
12 περιαγωγη
ἥ1) (круго)вращение(τοῦ οὐρανοῦ Arst.; τῶν ἀστέρων Plut.)
; круговое движение, круг2) поворотливость, маневренность3) уловка, изворотливость(καμπέ καὴ π. Plut.)
4) поглощенность, занятость(π. τῶν χρειῶν Plut.)
-
13 περιλαμπω
1) ярко сиять, сверкать(τὰ ὅπλα περιλάμποντα Plut.)
2) ярко освещать, озарять(τέν ἀγοράν Plut.; τινά NT.)
ὑπὸ τῶν ἀστέρων περιλαμπόμενος Luc. — озаренный звездами -
14 στηριγμος
ὅ1) задержка, застой(διάλειμμα καὴ σ. Plut.)
2) остановка, неподвижность, покой3) постоянный (ровный) светὁ μὲν ἐξακοντισμός, ὅ δὲ σ. Arst. — свет мерцающий (и) свет ровный
4) грам. слоговое ударение5) (душевная) твердость NT. -
15 συναυγασμος
-
16 συναψις
- εως ἥ1) соприкосновение, соединение, сочетание, связь(Arst., Plut.; ἥ σ. τινος πρός τι Plat.)
2) собрание, скопление (sc. τῶν ἀστέρων Arst.) -
17 συσχηματισμος
ὅ астр. соотношение в пространстве, взаимное положение(τῶν ἀστέρων Sext.)
См. также в других словарях:
ἀστέρων — ἀ̱στέρων , ἀστερόω turn into stars imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱στέρων , ἀστερόω turn into stars imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀστερόω turn into stars imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀστερόω turn into stars imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… … Dictionary of Greek
αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
αστροφωτομετρία — Κλάδος της αστρονομίας, που μελετά τους αστέρες μέσω των φωτόμετρων, οργάνων κατάλληλων για τη μέτρηση της λαμπρότητάς τους. Η σύγχρονη α. χρησιμοποιεί βασικά δύο τύπους φωτόμετρων: αυτά που βασίζονται στις κανονικές φωτογραφικές διαδικασίες και… … Dictionary of Greek
Ντόπλερ, φαινόμενο — Στη φυσική, είναι η μεταβολή της μετρούμενης συχνότητας μιας κυματικής διαταραχής, όταν η πηγή του κύματος και ο παρατηρητής κινούνται το ένα ως προς το άλλο. Προφανώς η συχνότητα του κύματος που αντιλαμβάνεται ο παρατηρητής δεν είναι ίδια με… … Dictionary of Greek
Πίκερινγκ — (Pickering). Επώνυμο 2 αδελφών Αμερικανών αστρονόμων. 1. Γουίλιαμ Χένρι (Βοστώνη 1858 – Μάντεβολ, Τζαμάικα 1938). Συνεργάστηκε αρχικά με τον αδελφό του Έντουαρντ Τσαρλς Π. Ασχολήθηκε με τις εγκαταστάσεις του Φλάγκσταφ στην Αριζόνα. Οι… … Dictionary of Greek
αστερισμός — Αστέρες που ανήκουν σε μία από τις πολλές περιοχές του ουρανού, με βάση την παλαιά υποδιαίρεσή τους σε ομάδες (τους α.), την οποία έκαναν οι αρχαίοι αστρονόμοι για την αναγνώριση και την ταξινόμησή τους. Η παλιά εμπειρική υποδιαίρεση δεν ήταν… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek