-
1 αστεροβριθής
ης, ες усеянный, усыпанный звёздами, звёздный -
2 αστερόεις
εσσα, εν см. αστεροβριθής -
3 αστεροπληθής
ης, ες см. αστεροβριθής -
4 αστερωμένος
η, ο см. αστεροβριθής
См. также в других словарях:
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek