-
1 αστείρευτος
[астирэфтос] επ. неиссякаемый, неисчерпаемый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστείρευτος
-
2 неиссякаемый
αστείρευτοςανεξάντλητοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неиссякаемый
-
3 неиссякаемый
неиссякаемый ανεξάντλητος, αστείρευτος· ακένωτος (неисчерпаемый); \неиссякаемый источник η ακένωτη πηγή* * *ανεξάντλητος, αστείρευτος; ακένωτος ( неисчерпаемый)неиссяка́емый исто́чник — η ακένωτη πηγή
-
4 неисчерпаемый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неисчерпаемый
-
5 неиссякаемый
неиссякаем||ыйприл прям., перен ἀστείρευτος, ἀνεξάντλητος:\неиссякаемыйые богатства ὁ ἀνεξάντλητος πλούτος· \неиссякаемый источник знаний ἀστείρευτη πηγή γνώσεων \неиссякаемыйая энергия ἡ ἀστείρευτη, ἡ ἐνεργητικότητα. -
6 неистощймый
неистощйм||ыйприл ἀνεξάντλητος, ἀστείρευτος, ἀφθονος:\неистощймыйые запасы τό ἀνεξάντλητο ἀπόθεμα -
7 неясчерпаемый
неясчерпаем||ыйприл ἀνεξάντλητος, ἀστείρευτος, ἀκένωτος:\неясчерпаемыйые богатства ὁ ἀνεξάντλητος πλούτος· \неясчерпаемый источник мудрости ἡ ἀστείρευτη πηγή σοφίας. -
8 неиссякаемый
[νιισσικάιμυϊ] εκ. αστείρευτος ανεξάντλητος -
9 неисчерпаемый
[νιιστσιρπάιμυϊ] εκ. αστείρευτος ανεξάντλητος -
10 неиссякаемый
[νιισσικάιμυϊ] επ αστείρευτος ανεξάντλητος -
11 неисчерпаемый
[νιιστσιρπάιμυϊ] επ αστείρευτος ανεξάντλητος -
12 неиссякаемый
επ., βρ: -аем, -а, -о (κυρλξ. κ. μτφ.) ανεξάντλητος, αστείρευτος•неиссякаемый родник αστείρευτη πηγή•
-ые богатства ανεξάντλητα πλούτη•
-ая энергия ανεξάντλητη δραστηριότητα.
-
13 неисчерпаемый
επ., βρ: -аем, -а, -оανεξάντλητος, αστείρευτος, άσωτος•-ые богатства ανεξάντλητος πλούτος.
|| μτφ. αμέτρητος, απέραντος. -
14 отбавлять
ρ.δ.βλ. отбавить.εκφρ.хоть -яй – δεν τελειώνει, είναι άσωτος, αστείρευτος, βγάλε όσο θέλεις.αφαιρούμαι, λιγοστεύω, εκκενώνομαι.
См. также в других словарях:
αστείρευτος — η, ο [στειρεύω] αυτός που δεν στερεύει, ο ανεξάντλητος … Dictionary of Greek
αστείρευτος — η, ο επίρρ. α ανεξάντλητος, ακένωτος: Με οικονομία το νερό, γιατί το πηγάδι δεν είναι αστείρευτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αείρυτος — ἀείρυτος, ον (Α) αυτός που ρέει, που αναβλύζει διαρκώς, αέναα, αστείρευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥυτός < ῥέω] … Dictionary of Greek
ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις … Dictionary of Greek
ανεξάντλητος — η, ο (Α ἀνεξάντλητος, ον) αυτός που δεν εξαντλείται, αστείρευτος … Dictionary of Greek
δυσεξάντλητος — η, ο (AM δυσεξάντλητος, ον) 1. αυτός που εξαντλείται δύσκολα, ανεξάντλητος 2. αστείρευτος, άπειρος … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακένωτος — η, ο 1. ανεξάντλητος, αστείρευτος: Αντλούσε δύναμη από μια ακένωτη πηγή, από το λαό. 2. αυτός που δεν κενώθηκε, δε βγήκε από τη χύτρα: Το φαγητό ήταν ακόμη ακένωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεξάντλητος — η, ο επίρρ. α αστείρευτος: Αποτελούσε για κείνον μια ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)