Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ασθένεια

  • 21 астения

    [ασπνίγια] ουσ. θ. ασθένεια

    Русско-греческий новый словарь > астения

  • 22 недуг

    [νιέντουκ] ουσ. α ασθένεια

    Русско-греческий новый словарь > недуг

  • 23 немочь

    [νιέματς'] ουσ. θ. ασθένεια, αρρώστεια

    Русско-греческий новый словарь > немочь

  • 24 illness-death model

    French\ \ modèle de la maladie-mort
    German\ \ Krankheits-Todes-Modell
    Dutch\ \ ziekte en dood model
    Italian\ \ modello di malattia-morte
    Spanish\ \ modelo de la enfermedad-muerte
    Catalan\ \ model de malaltia-mort
    Portuguese\ \ modelo doença-morte
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ sjukdom-död-modell
    Greek\ \ πρότυπο ασθένεια-θανάτου
    Finnish\ \ sairaus-kuolema-malli
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ hastalık-olum modeli
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ модель хвороби і смерті
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ veikinda-dauða fyrirmynd
    Euskara\ \ gaixotasuna-heriotza eredua
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ نموذج المرض - الموت
    Afrikaans\ \ siekte-dood-model
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 질병-사망 모형

    Statistical terms > illness-death model

  • 25 астения

    [ασπνίγια] ουσ θ ασθένεια

    Русско-эллинский словарь > астения

  • 26 недуг

    [νιέντουκ] ουσ α ασθένεια

    Русско-эллинский словарь > недуг

  • 27 немочь

    [νιέματς'] ουσ θ ασθένεια, αρρώστεια

    Русско-эллинский словарь > немочь

  • 28 болезненность

    θ.
    ασθένεια, αρρώστια• νοσηρότητα• πόνος, οδύνη•

    болезненность ребенка η αρρώστια του παιδιού•

    болезненность укола ο πόνος της ένεσης.

    Большой русско-греческий словарь > болезненность

  • 29 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 30 вертун

    α., -ья, -и, γεν. πλθ. -ий, δοτ. -ньям θ.
    1. αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος.
    2. στρόβιλος.
    3. είδος περιστεριού.
    4. ασθένεια του πεύκου.

    Большой русско-греческий словарь > вертун

  • 31 высидеть

    -ижу, -идешь, παθ. μτχ. παρλθ.χρ. высиженный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. κάθομαι, μένω, παραμένω πολύ, αρκετό Χρόνο.
    2. εκκολάπτω, νιλωασώ, επωάζω, βγάζω πουλάκια.
    3. αμ. μτφ. (απλ.) πετυχαίνω, κατορθώνω με την πάροδο του χρόνου.
    παραμένω πολύ χρόνο, επ’ αρκετόν•

    высидеть дома после болезни οικουρώ μετά την ασθένεια.

    Большой русско-греческий словарь > высидеть

  • 32 гниль

    θ.
    1. κάθε τι σάπιο, σαπίλα.
    2. μούχλα, ευρωτίαση.
    3. μούχλα φυτών (ασθένεια).

    Большой русско-греческий словарь > гниль

  • 33 головня

    -и, γεν. πλθ. -ей θ. κούτσουρο αναμμένο, φλεγόμενο. || ερεσίβη, ερεβίθη, καπνιά, στάχτη, σιναπίδι (ασθένεια σιτηρών).

    Большой русско-греческий словарь > головня

  • 34 горловой

    επ.
    1. λαιμικός, του λαιμού• λαρυγγικός, του λάρυγγα•

    -ая чахотка φυματίωση του λάρυγγα•

    -ая болезнь ασθένεια του λάρυγγα.

    2. λαρυγγικός•

    горловой голос λαρυγγική φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > горловой

  • 35 гриппозный

    επ.
    γριππώδης•

    -ые явления συμπτώματα γρίππης•

    -ое состояние γριππώδης κατάσταση•

    -ое заболевание ασθένεια γρίππης.

    Большой русско-греческий словарь > гриппозный

  • 36 желтуха

    θ.
    χρυσή, ίκτερος (ασθένεια).

    Большой русско-греческий словарь > желтуха

  • 37 заболевание

    ουδ.
    1. αρρώστημα.
    2. αρρώστεια, ασθένεια, νόσος, νόσημα, πάθηση.

    Большой русско-греческий словарь > заболевание

  • 38 затяжной

    επ.
    συνεχής, διαρκής, παρατεταμένος•

    -ая болезнь χρόνια ασθένεια•

    -ые дожди συνεχείς βροχές.

    εκφρ.
    затяжной прыжок – πήδημα αλεξιπτωτιστή (με καθυστερημένο άνοιγμα του αλεξίπτωτου).

    Большой русско-греческий словарь > затяжной

  • 39 изломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изломанный, βρ: -ман, -а, -о.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω θλω•

    изломать пилку σπάζω τον πάσσαλο.

    || χαλνώ, παραβιάζω (κανονικότητα, στίχο, σειρά Η.τ.τ.).
    2. συντρίβω, κάνω κομμάτια, σακατεύω. || βασανίζω, κατατρύχω (για κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    3. μτφ. διαστρέφω, χαλνώ σακατεύω•

    изломать характер χαλνώ το χαρακτήρα.

    θραύομαι, σπάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > изломать

  • 40 легчать

    -ает ρ.δ. (απλ.)
    1. ελαττώνομαι, μειώνομαι• αδυνατίζω•

    мороз -ет το κρύο λιγοστεύει.

    2. καλυτερεύω, γίνομαι ελαφρότερος (για πόνο, ασθένεια).

    Большой русско-греческий словарь > легчать

См. также в других словарях:

  • ἀσθενεία — ἀσθενείᾱ , ἀσθένεια want of strength fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενείᾳ — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθένεια — want of strength fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») …   Dictionary of Greek

  • ασθένεια — η νόσος, αρρώστια: Η ασθένειά του είναι στα νεφρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσθενείας — ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem acc pl ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… …   Dictionary of Greek

  • ερίνωση — Ασθένεια του αμπελιού που οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαρι εριόφυοςφυτόπτης. Το άκαρι αυτό ζει ομαδικά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και προκαλεί στο έλασμα χαρακτηριστικά στρογγυλά κηκίδια, κυρτά και λεία από πάνω, κοίλα, επενδεδυμένα με… …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …   Dictionary of Greek

  • ἀσθενείαι — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»