Перевод: с русского на английский

с английского на русский

ασθένεια

  • 1 illness-death model

    French\ \ modèle de la maladie-mort
    German\ \ Krankheits-Todes-Modell
    Dutch\ \ ziekte en dood model
    Italian\ \ modello di malattia-morte
    Spanish\ \ modelo de la enfermedad-muerte
    Catalan\ \ model de malaltia-mort
    Portuguese\ \ modelo doença-morte
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ sjukdom-död-modell
    Greek\ \ πρότυπο ασθένεια-θανάτου
    Finnish\ \ sairaus-kuolema-malli
    Hungarian\ \ -
    Turkish\ \ hastalık-olum modeli
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ -
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ -
    Ukrainian\ \ модель хвороби і смерті
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ veikinda-dauða fyrirmynd
    Euskara\ \ gaixotasuna-heriotza eredua
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ نموذج المرض - الموت
    Afrikaans\ \ siekte-dood-model
    Chinese\ \ -
    Korean\ \ 질병-사망 모형

    Statistical terms > illness-death model

См. также в других словарях:

  • ἀσθενεία — ἀσθενείᾱ , ἀσθένεια want of strength fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθενείᾳ — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθένεια — want of strength fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθένεια — η (AM ἀσθένεια) [ασθενής] 1. έλλειψη σθένους, αδυναμία σωματική ή ψυχική 2. αρρώστια, νόσος 3. αδυναμία, νοσηρή κατάσταση της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου (σε σχέση με τον Θεό) 4. αμαρτία νεοελλ. επιδημία αρχ. η πενία («ἀσθένεια βίου») …   Dictionary of Greek

  • ασθένεια — η νόσος, αρρώστια: Η ασθένειά του είναι στα νεφρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσθενείας — ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem acc pl ἀσθενείᾱς , ἀσθένεια want of strength fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίωση — Ασθένεια των φυτών, που οφείλεται σε βακτήρια. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τέσσερις τύπους συμπτωμάτων: τους όγκους (όπως ο φυτικός καρκίνος, που προκαλείται από το αγροβακτήριο το ογκοποιό), τις υγρές σήψεις (όπως η σήψη της πατάτας, που… …   Dictionary of Greek

  • ερίνωση — Ασθένεια του αμπελιού που οφείλεται στο μικροσκοπικό άκαρι εριόφυοςφυτόπτης. Το άκαρι αυτό ζει ομαδικά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και προκαλεί στο έλασμα χαρακτηριστικά στρογγυλά κηκίδια, κυρτά και λεία από πάνω, κοίλα, επενδεδυμένα με… …   Dictionary of Greek

  • ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …   Dictionary of Greek

  • ἀσθενείαι — ἀσθενείᾱͅ , ἀσθένεια want of strength fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»