-
1 ασαφής
[асафис] εκ. неясный, неопределенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασαφής
-
2 нечёткий
ασαφήςδυσδιάκριτοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нечёткий
-
3 неопределённый
-
4 неясный
-
5 маловразумительный
маловразумительныйприл ἀσαφής, μπερδεμένος, δυσκολονόητος, ἀκαταλαβίστικος:\маловразумительный ответ ἡ ἀσαφής ἀπάντηση· \маловразумительныйые речи τά ἀκαταλαβίστικα λόγια. -
6 неопределенный
неопределенн||ыйприл ἀόριστος, ἀκαθόριστος / ἀσαφής (не-ясный):\неопределенныйый цвет τό ἀκαθόριστο χρῶμα· \неопределенныйый ответ ἡ ἀσαφής ἀπάντησις· отложить на \неопределенныйое время ἀναβάλλω ἐπ' ἀόριστον ◊ \неопределенныйый член грам. τό ἀόριστο[ν] ἄρ-θρο[ν]· \неопределенныйое наклонение грам. τό ἀπα-ρέμφατον. -
7 неясный
нея́сн||ыйприл ἀσαφής / δυσδιάκριτος (трудно различимый)/ ἀόριστος (неопределенный):\неясныйый смысл ἡ ἀσαφής ἔννοια. -
8 маловразумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноλίγο παράλογος• ασαφής• ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος, ακατανόητος•-ое изложение ακατάληπτη έκθεση•
маловразумительный ответ ασαφής απάντηση.
-
9 невразумительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оασαφής, μη ξεκάθαρος, συγκεχυμένος•невразумительный ответ ασαφής απάντηση.
-
10 невыясненный
невыясненныйприл σκοτεινός, ἀσαφής, ἀξεκαθάριστος. -
11 неотчетливый
неотчетливыйприл ἀσαφής, ἀκαθόριστος, συγκεχυμένος, μή εὐκρινής. -
12 несвязный
несвязныйприл ἀσυνάρτητος, ἀσύνδετος / ἀκατάληπτος, ἀσαφής (неясный). -
13 нечеткий
нечетк||ийприл δυσανάγνωστος (о написанном)/ μή καθαρός (о произношении)/ перен ἄτακτος, ἀκατάστατος (о работе)/ ἀόριστος, ἀσαφής (о мысли и т. п.):\нечеткий почерк δυσανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας. -
14 расплывчатостьый
расплывчатость||ыйприл ἀμορφος, ἀόριστος, ἀσαφής, ἀμυδρός:\расплывчатостьыйые очертания берегов ἡ ἀμυδρή σιλουέτα τῶν ἀκτών \расплывчатостьыйый ответ ἡ ἀόριστη ἀπάντηση. -
15 туманный.
туманн||ый.прил1. νεφελώδης, ὁμιχλώδης:\туманный.ый день ὁμιχλώδης μέρα·2. (тусклый'г-о взоре) θολός, θαμπός·3. (неясный) ἀόριστος, ἀσαφής, σκοτεινός:\туманный.ые речи τά ἀόριστα λογία· \туманный.ый смысл ἡ σκοτεινή Εννοια. -
16 маловразумительный
[μαλαβραζουμίτιλ"νυϊ] επ. ασαφής, δυσκολονόητος -
17 неясный
[νιγιάσνυΐ] επ. ασαφής -
18 diffuse prior
= vague priorFrench\ \ a priori vagueGerman\ \ diffuse Priorverteilung; vage PriorverteilungDutch\ \ diffuse a priori verdeling; vage priorItalian\ \ antecedente diffuso; antecedente indeterminato; precedente indeterminatoSpanish\ \ anterior difuso; anterior vagoCatalan\ \ prior difusa; prior vagaPortuguese\ \ distribuição a priori difusa; distribuição a priori vagaRomanian\ \ -Danish\ \ diffuse forudgående; vage førNorwegian\ \ diffuse før; vag førSwedish\ \ icke-informativ apriorifördelningGreek\ \ διάχυτος προγενέστερος; ασαφής προγενέστεροςFinnish\ \ diffuusi priori; heikko prioriHungarian\ \ elõzetesen diffúzTurkish\ \ ayrıntılı öncül (dağılım); belirsiz öncül (dağılım)Estonian\ \ difuusne eeljaotus; difuusne aprioorne jaotus; ebainformatiivne eeljaotusLithuanian\ \ informacijos neaiškus aprioriškumasSlovenian\ \ razpršenih pred; nejasne predhodnePolish\ \ rozproszony rozkład a prioriRussian\ \ априорное рассеиваниеUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ dreifðar áður; óljósar fyrirEuskara\ \ barreiatua aurretikFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ انتشار مسبقAfrikaans\ \ diffuse a priori-verdeling; vae a priori-verdelingChinese\ \ 扩 散 先 验 分 布; 飞 确 定 先 验Korean\ \ 확산사전(분포) -
19 маловразумительный
[μαλαβραζουμίτιλ"νυϊ] επ ασαφής, δυσκολονόητος -
20 неясный
[νιγιάσνυϊ] επ ασαφής
См. также в других словарях:
ἀσαφής — indistinct masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασαφής — ές (AM ἀσαφής, ές) [σαφής] αυτός που δεν είναι σαφής, που δεν διακρίνεται καθαρά ή δεν είναι εύκολα κατανοητός … Dictionary of Greek
ασαφής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που δεν είναι σαφής, ο σκοτεινός, ο ακαθόριστος, ο δυσνόητος, ο μπερδεμένος: Όσα μου έγραψε είναι ασαφή, αόριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσαφῆ — ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσαφής indistinct masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσαφής indistinct masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφέστερον — ἀσαφής indistinct adverbial comp ἀσαφής indistinct masc acc comp sg ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφεστάτων — ἀσαφής indistinct fem gen superl pl ἀσαφής indistinct masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφεστέρων — ἀσαφής indistinct fem gen comp pl ἀσαφής indistinct masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφεῖ — ἀσαφής indistinct masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσαφής indistinct masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφεῖς — ἀσαφής indistinct masc/fem acc pl ἀσαφής indistinct masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφές — ἀσαφής indistinct masc/fem voc sg ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαφέστατον — ἀσαφής indistinct masc acc superl sg ἀσαφής indistinct neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)