-
1 hürmetsizlik
ασέβεια -
2 irreverence
ασέβεια -
3 saygısızlık
ασέβεια, αδιακρισία -
4 неуважение
-я ουδ.ασέβεια•неуважение к родителям ασέβεια προς τους γονείς.
-
5 непочтение
непочт||ениес ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀναίδεια, ἡ ἀνευλάβεια. -
6 неуважение
неуважениес ἡ ἐλλειψη σεβασμού, ἡ ἀσέβεια, ἡ ἀνευλάβεια. -
7 disrespect
[disrə'spekt](rudeness or lack of respect: He spoke of his parents with disrespect.) ασέβεια- disrespectfully -
8 disrespectfully
adverb με ασέβεια -
9 irreverence
noun ασέβεια -
10 непочтение
[νιπατστιένιιε] ουσ. ο. ασέβεια -
11 непочтение
[νιπατστιένιιε] ουσ ο ασέβεια -
12 кощунство
-а ουδ.βεβήλωση, ιεροσυλία, ανοσιούργημα. || ανευλάβεια, ασέβεια. -
13 манкирование
-я ουδ.1. παραμέληση.2. απουσία, έλλειψη.3. ασέβεια• περιφρόνηση.4. αμέλεια• ξεχασιά. -
14 непочтение
-я ουδ.ασέβεια, ανευλάβεια, αναίδεια• μη εκτίμηση. -
15 неучтивость
-и θ.ασέβεια, αν ευλάβεια, αγένεια, απρέπεια. -
16 оказать
-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.μ.1. (απλ.) βλέπω. || παλ. δείχνω•оказать мужество δείχνω αντρεία.
2. (με μερικά ουσ. σχηματίζει συνδυασμούς με τη σημ. του ουσ..ως ρήμα)•оказать влияние επιδρώ•
оказать помощь βοηθώ•
оказать доверие εμπιστεύομαι•
оказать предпочтение προτιμώ•
оказать сопротивление αντιστέκομαι•
оказать услугу εξυπηρετώ•
оказать неуважение δείχνω ασέβεια•
оказать уважение σέβομαι, δείχνω σεβασμό•
оказать внимание προσέχω•
оказать радушный прим υποδέχομαι εγκάρδια•
оказать давление πιέζω, ασκώ πίεση•
оказать поддержку υποστηρίζω•
оказать гостеприимство φιλοζενώ•
оказать содействие συμβάλλω.
1. παλ. εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι.2. βρίσκομαι, υπάρχω•никого не -лось дома κανένας δεν υπήρχε στο σπίτι.
|| περιπίπτω, πέφτω•он -лся в незнакомом месте αυτός περιέπεσε σε άγνωστο μέρος•
он -лся в затруднении αυτός περιήλθε σε δυσχερή θέση•
оказать в опасности βρίσκομαι σε κίνδυνο•
оказать без работы μένω χωρίς δουλειά.
3. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι. || δείχνομαι, φαίνομαι. || απρόσ. γίνεται γνωστό, σαφές, φανερό, φαίνεται. -
17 Blasphemy
subs.P. and V. ἀσέβεια, ἡ, βλασφημία, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blasphemy
-
18 Godlessness
subs.P. and V. ἀσέβεια, ἡ, P. ἀνοσιότης, ἡ, V. δυσσέβεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Godlessness
-
19 Immorality
subs.Impurity: P. ἀκαθαρσία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Immorality
-
20 Impiety
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Impiety
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσεβεία — ἀσεβείᾱ , ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείᾳ — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβεια — ungodliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασέβεια — η (AM ἀσέβεια) [ασεβής] η έλλειψη σεβασμού προς τα θεία ή προς κάτι που θεωρείται αξιοσέβαστο … Dictionary of Greek
ασέβεια — η έλλειψη σεβασμού, περιφρόνηση: Δείχνει ασέβεια στους δασκάλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσεβείας — ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem acc pl ἀσεβείᾱς , ἀσέβεια ungodliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείαι — ἀσεβείᾱͅ , ἀσέβεια ungodliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβειῶν — ἀσέβεια ungodliness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσεβείαις — ἀσέβεια ungodliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβειαι — ἀσέβεια ungodliness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσέβειαν — ἀσέβεια ungodliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)