-
1 αρχιμάγειρας
αρχιμάγειραςειρος ο, αρχιμάγειραςείρισσα η старший повар, шеф-повар -
2 αρχιμάγειρας
chef -
3 шеф-повар
-
4 повар
поварм ὁ μάγειρας, ὁ μάγειρος:шеф-\повар ὁ ἀρχιμάγειρας. -
5 chef
[ʃef](a head cook, especially a man, in a hotel etc.) αρχιμάγειρας -
6 дворецкий
-го α. ο, επικεφαλής των αυλικών υπηρετών (αυλοθεραπόντων). || αρχιμάγειρας ανακτόρων. -
7 мажордом
-а α.1. αυλάρχης• αρχιτρίκλινος.2. αρχιμάγειρας αρχοντικού σπιτιού. -
8 метрдотель
-я α.1. αρχισερβιτόρος εστιατορίου.2. υπεύθυνος υπηρετικού προσωπικούσε αρχοντόσπιτο• αρχιμάγειρας. -
9 шеф
-а α.1. ο προϊστάμενος, ο επικεφαλής• ο πάτρωνας. || παλ. διοικητής•шеф полка διοικητής συντάγματος.
2. πρώτος, επικεφαλής• шеф-повар ο αρχιμάγειρας.3. κηδεμόνας• αρωγός. -
10 aşçıbaşı
αρχιμάγειρος, αρχιμάγειρας -
11 chef
1) αρχηγός2) αρχιμάγειρας
См. также в других словарях:
αρχιμάγειρας — ο θηλ. ισσα ο προϊστάμενος άλλων μαγείρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πετεφρής — Ανώτατος αξιωματούχος στη βασιλική Αυλή της αρχαίας Αιγύπτου.Ο Π. πήρε στην υπηρεσία του τον Ιωσήφ, όταν τα αδέλφια του τον πούλησαν στην Αίγυπτο ως δούλο. Στη μετάφραση των O΄ ο Π. αναφέρεται ως αρχιμάγειρας, πολλοί όμως νεότεροι τον αναφέρουν… … Dictionary of Greek