Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αρρώστ

См. также в других словарях:

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • καυλιάρης — α, ικο αυτός που έχει συχνές και έντονες σεξουαλικές διεγέρσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, κουλτουρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • καψιδιάρης — ο αυτός που υποφέρει από καψίδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καψίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης, ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • νοσιάρης — νοσιάρης, ες (Μ) 1. αυτός που προκαλεί βλάβη 2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπιώ — (Α νυκταλωπιῶ, άω) νεοελλ. πάσχω από νυκταλωπία, βλέπω καλύτερα όταν το φως είναι λίγο και ασθενές, παρά όταν είναι άπλετο και ισχυρό αρχ. πάσχω από νυκταλωπίαση, εξασθενεί η όρασή μου κατά τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτάλωψ «αυτός που βλέπει κατά… …   Dictionary of Greek

  • νυμφιώ — νυμφιῶ, άω (Α) (για θηλ. άλογο) έχω οργασμό, γίνομαι μανιώδης για οχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. αρρωστ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • ορθοτριχιώ — ὀρθοτριχιῶ, άω (Α) ορθοτριχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοτριχῶ, κατά τα ρ. σε ιῶ / ιάω (πρβλ. αρρωστ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • περιπνευμονιώ — και περιπλευμονιῶ, άω, Α πάσχω από περιπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπνευμονία / περιπλευμονία + κατάλ. ιῶ (πρβλ. αρρωστ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • περιπρωκτιώ — άω, Α κινούμαι, περπατώ κουνώντας τα οπίσθιά μου εδώ και εκεί, σαυλοπρωκτιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρωκτός + κατάλ. ιῶ (πρβλ. αρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πλαδδιώ — άω, Α (λακων. λ.) 1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇ ματαΐζει, σοβαρεύεται» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ ιάω εμφανίζει κατάλ. ιάω/ ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που… …   Dictionary of Greek

  • πληθωριώ — άω, Α εμφανίζω πληθώρα αίματος, αύξηση τού όγκου τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθώρα + κατάλ. ιάω / ιῶ, που απαντά σε ρ. δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. αρρωστ ιώ, ναυτ ιώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»