Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αρρωσταίνω

  • 21 захворать

    ρ.σ. αδιαθετώ• αρρωσταίνω.

    Большой русско-греческий словарь > захворать

  • 22 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

  • 23 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 24 отхворать

    ρ.σ. αρρωσταίνω, περνώ αρρώστια. || γερεύω, αναρρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > отхворать

  • 25 поболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ.
    2. ανησυχώ, φροντίζω, πονώ, ενδιαφέρομαι.
    -лит
    ρ.σ.
    πονώ (για ένα χρ. διάστημα)•

    голова -ла с утра, а к вечеру прошла το κεφάλι μου πόνεσε από το πρωί, όμως κατά το βράδυ μου πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > поболеть

  • 26 получить

    -лучу, -лучишь, παθ. μτχ. - παρλθ. χρ. полученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω•

    получить письмо λαβαίνω γράμμα•

    получить подарок παίρνω δώρο•

    получить зарплату πληρώνομαι το μισθό•. получить повышение παίρνω αύξηση•

    получить заказ παίρνω παραγγελία•

    получить награду παίρνω βραβείο.

    2. εξάγω, βγάζω•

    получить каменного угля βγάζω πετροκάρβουνο•

    получить интересные выводы βγάζω ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

    3. αρρωσταίνω, μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω•

    она -ла насморк αυτή την έπιασε συνάχι ή άρπαξε συполучить νάχι.

    4. σε συνδυασμό με μερικά ουσ. στην ελληνική αποδίδεται με ρ. σημασίας απο το ουσ.: получить выговор τιμωρούμαι: получить ранение τραυματίζομαι•

    получить пользу ωφελούμαι•

    получить распространение διαδίδομαι.• получить применение εφαρμόζομαι.

    || αποκτώ•

    получить хорошее воспитание παίρνω καλή διαπαιδαγώγηση.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    получить из-встность γίνομαι γνωστός.

    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι•

    -лся ответ ελήφθη απάντηση•

    -лось известие ήρθε η είδηση.

    2. βγαίνω, προκύπτω• γίνομαι.• снимок -лся хороший η φωτογραφία βγήκε καλή•

    ничего не -лось δεν έγινε τίποτε.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα•

    что -лось? τι συνέβηκε;

    Большой русско-греческий словарь > получить

  • 27 преть

    прею преешь
    ρ.δ.
    1. σαπίζω, σήπομαι• μουχλιάζω.
    2. μουσκεύω από την υγρασία, βλάπτομαι, αρρωσταίνω.
    3. μουσκεύω από τον ιδρώτα, ιδρώνω.
    4. σιγοβράζω.

    Большой русско-греческий словарь > преть

  • 28 приболеть

    ρ.σ. αρρωσταίνω λίγο ή για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > приболеть

  • 29 припадать

    ρ.σ.
    1. βλ. припасть.
    2. κουτσαίνω, χωλαίνω λίγο.
    3. παλ. αδιαθετώ, αρρωσταίνω λίγο.
    εκφρ.
    припадать здоровьемπαλ. βλ. 3 σημ.
    припадать к ногам ή к стопам – πέφτω στα πόδια κάποιου (από δουλοπρέπεια).

    Большой русско-греческий словарь > припадать

  • 30 прихватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.
    2. παίρνω μαζί μου•

    прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.

    || παίρνω•

    надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.

    || παίρνω παραπάνω.
    3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•

    мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•

    цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.

    4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•

    паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > прихватить

  • 31 проболеть

    ρ.σ. αρρωσταίνω (για ένα χρον. διάστημα).
    ρ.σ. (για μέλη του σώματος) πονώ (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > проболеть

  • 32 простудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρυολογώ•

    простудить горло κρυολογώ το λαιμό•

    детей κρυολογώ τα παιδιά.

    2. ψύχω λίγο, αφήνω να κρυώσει λίγο, να ξεπέσει•

    -ди чай, а потом и пей άφησε να ξεπέσει το τσάι και μετά πιες.

    κρυολογώ, αρρωσταίνω από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простудить

  • 33 прохворать

    ρ.σ. αδιαθετώ• αρρωσταίνω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прохворать

  • 34 разболеться

    ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ•

    я совсем -лся αρρώστησα βαριά.

    -йтся
    ρ.σ.
    πονά (για μέλος του σώματος)•

    от слез голова -лась από τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι•

    у брата -лись зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια.

    Большой русско-греческий словарь > разболеться

  • 35 разнемочься

    ρ.σ. (απλ.) αρρωσταίνω, είμαι ανήμπορος• αδυνατίζω, εξαντλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > разнемочься

  • 36 расхвораться

    ρ.σ. αρρωσταίνω σοβαρά.

    Большой русско-греческий словарь > расхвораться

  • 37 слечь

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, πέφτω άρρωστος στο κρεβάτι.
    2. (για δημητριακά, χόρτα) πέφτω καταγής.

    Большой русско-греческий словарь > слечь

  • 38 хворать

    ρ.δ. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος,
    αρρωσταίνω ελαφρά, αδιαθετώ.

    Большой русско-греческий словарь > хворать

  • 39 чумиться

    -йтся
    ρ.δ. (για ζώα) αρρωσταίνω από πανώλη.

    Большой русско-греческий словарь > чумиться

См. также в других словарях:

  • αρρωσταίνω — αρρωσταίνω, αρρώστησα, αρρωστημένος βλ. πίν. 50 Σημειώσεις: αρρωσταίνω : η μτχ. αρρωστημένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ νοσηρός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρρωσταίνω — και αρρωστάω και αρρωστώ ησα, ημένος, αμτβ. 1. ασθενώ: Ως τα σήμερα δεν αρρώστησα ποτέ. 2. στενοχωρούμαι, υποφέρω: Όταν αντικρίζω αυτόν τον άνθρωπο, αρρωσταίνω. 3. μτβ., προκαλώ αρρώστια, στενοχώρια: Αυτός ο καιρός θα μας αρρωστήσει όλους. – Μ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρρωσταίνω — είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε αίνω*] …   Dictionary of Greek

  • διπλαρρωσταίνω — και διπλαρρωστώ ( άω) 1. αρρωσταίνω για δεύτερη φορά, παθαίνω υποτροπή 2. αρρωσταίνω δύο φορές …   Dictionary of Greek

  • προσαρρωστώ — έω, Α αρρωσταίνω περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρρωστῶ «αρρωσταίνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναρρωστώ — έω, Α 1. αρρωσταίνω ή είμαι άρρωστος ταυτόχρονα με άλλον 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά μαζί με άλλον, συμπάσχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρρωστῶ «αρρωσταίνω» (< ἄρρωστος)] …   Dictionary of Greek

  • συνασθενώ — έω, Μ 1. αρρωσταίνω ταυτόχρονα με άλλον 2. μτφ. (για τους πιστούς που ανήκουν στο σώμα τής Εκκλησίας) συμπάσχω, συμμετέχω στον πόνο τού συνανθρώπου μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσθενῶ «αρρωσταίνω, είμαι αδύνατος» (< ἀσθενής)] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»