-
1 негативный
αρνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > негативный
-
2 отрицательный
αρνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрицательный
-
3 negative
αρνητικός -
4 olumsuz
αρνητικός, αποφατικός -
5 negative
['neɡətiv] 1. adjective1) (meaning or saying `no'; denying something: a negative answer.) αρνητικός2) (expecting to fail: a negative attitude.) αρνητικός3) (less than zero: -4 is a negative or minus number.) αρνητικός4) (having more electrons than normal: The battery has a negative and a positive terminal.) αρνητικός2. noun1) (a word etc by which something is denied: `No' and `never' are negatives.) άρνηση,αρνητικός τύπος2) (the photographic film, from which prints are made, on which light and dark are reversed: I gave away the print, but I still have the negative.) αρνητικό(φιλμ)• -
6 негативный
-
7 отрицательный
отрицательный αρνητικός·\отрицательный ответ η αρνητική απάντηση* * *отрица́тельный отве́т — η αρνητική απάντηση
-
8 отрицательный
отрица||тельныйприл в разн. знач. Αρνητικός / грам. ἀποφατικός:\отрицательныйтельный отзыв ἡ ἀρνητική κρίση· оказывать \отрицательныйтельное влияние на кого-л. ἀσκῶ ἀρνητική ἐπίδραση, ἐπιδρῶ δυσμενώς σέ κάποιον \отрицательныйтельное электричество физ. ὁ ἀρνητικός ἡλεκτρισμός. -
9 отрицательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαρνητικός•отрицательный жест, αρνητική χειρονομία•
отрицательный ответ άρνητική απάντηση•
отрицательный результат αρνητικό αποτέλεσμα•
-ое влияние αρνητική επίδραση•
-ое электричество αρνητικός ηλεκτρισμός•
отрицательный образ в комедии αρνητική μορφή (πρόσωπο) στην κωμωδία•
-ые числа αρνητικοί αριθμοί•
-ые количества αρνητικά ποσά.
-
10 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
11 катализатор
ο καταλύτης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > катализатор
-
12 мениск
I. 1. (граница раздела между жидкостью и воздухом) το σύνορο ανάμεσα στο υγρό και αέρα 2. (линза) о μηνι-σκοειδής συγκεντρωτικός φακός II.анат. о μηνίσκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мениск
-
13 окуляр
ο προσοφθάλμιος φακόςορτο-скопический - ορθοσκοπικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окуляр
-
14 полюс
1. (точка пересечения воображаемой оси вращения Земли с земной поверхностью) о πόλος 2. (вывод, зажим) о πόλος, ο ακροδέκτης-возбуждения эл. - της διέγερσηςглавный - эл. κύριος -дополнительный - эл. βοηθητικός -, ενδιάμεσος -основной эл. - главный -отрицательный - эл. αρνητικός -положительный - эл. θετικός -разноимённый - ετερώνυμος -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полюс
-
15 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
16 электричество
ο ηλεκτρισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электричество
-
17 негативный
негатив||ныйприл1. фото τοῦ ἀρνητικοῦ, τής ἀρνητικής ἐΙκόνας·2. (отрицательный) ἀρνητικός, ἀποφατικός:\негативныйное предложение ἡ ἀρνητική πρόταση. -
18 полюс
полюсм в разн. знач. ὁ πόλος:северный \полюс ὁ βόρειος πόλος· южный \полюс ὁ νότιος πόλος· положительный (отрицательный) \полюсό θετικός (ό ἀρνητικός) πόλος. -
19 minus
1. preposition(used to show subtraction: Ten minus two equals eight (10 - 2 = 8).) μείον,πλην2. noun((also minus sign) a sign (-) used to show subtraction or negative quality.) μείον3. adjective(negative or less than zero: a minus number; Twelve from ten equals minus two (10 - 12 = -2).) πλην/αρνητικός -
20 негативный
[νιγκατίβνυΐ] εκ. αρνητικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρνητικός — denying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρνητικός — ή, ό (AM ἀρνητικός, ή, όν) [άρνησις] αυτός που περιέχει είτε εκφράζει άρνηση ή αντίθετη έννοια, ο μη θετικός … Dictionary of Greek
αρνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περιέχει ή εκφράζει άρνηση: Η απάντησή του ήταν αρνητική. 2. «αρνητικά μόρια», άκλιτα μέρη του λόγου που φανερώνουν άρνηση (δεν, ποτέ, πουθενά κτλ.) 3. «αρνητικοί αριθμοί», αυτοί που έχουν στην αρχή τους το σημάδι πλην… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρνητικά — ἀρνητικός denying neut nom/voc/acc pl ἀρνητικά̱ , ἀρνητικός denying fem nom/voc/acc dual ἀρνητικά̱ , ἀρνητικός denying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικῶν — ἀρνητικός denying fem gen pl ἀρνητικός denying masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικόν — ἀρνητικός denying masc acc sg ἀρνητικός denying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικαῖς — ἀρνητικός denying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικαί — ἀρνητικός denying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικοῦ — ἀρνητικός denying masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικούς — ἀρνητικός denying masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνητικῇ — ἀρνητικός denying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)