-
1 αρκουδιάρης
ο, αρκουδιάρηςισσα η дрессировщик, -ица медведей; вожак медведя -
2 ayıcı
αρκουδιάρης -
3 медвежатник
медвежат||никм (вожак) ὁ ἀρκουδιάρης. -
4 αρκ(τ)οτρόφος
ο, η см. αρκουδιάρης -
5 αρκούδας
ο см. αρκουδιάρης -
6 αρκουδόγυφτος
ο1) см. αρκουδιάρης; 2) босяк -
7 αρκ(τ)οτρόφος
ο, η см. αρκουδιάρης -
8 вожак
-а α.1. οδηγός•вожак у слепого οδηγός τυφλού•
вожак с медведем ο αρκουδιάρης•
дать путнику -а δίνω στον οδοιπόρο οδηγό.
|| γκισέμι•козел вожак - в стаде το τραγί είναι γκισέμι στο κοπάδι.
2. οδηγητής, καθοδηγητής. -
9 медвежатник
-а α.1. αρκουδοκυνηγός, αρκτοθήρας.2. αρκουδιάρης.3. αρκουδοφωλιά. (σε ζωολογικό κήπο).
См. также в других словарях:
αρκουδιάρης — ο 1. αυτός που εκπαιδεύει αρκούδες και τις παρουσιάζει σε θέαμα στους δρόμους 2. (ως επίθετο) ο βάναυσος στη συμπεριφορά ή ο κακοντυμένος αλήτης … Dictionary of Greek
αρκουδιάρης — ο θηλ. ισσα αυτός που μεγαλώνει αρκούδες, τις γυμνάζει κι ύστερα τις γυρίζει στις γειτονιές και μαζεύει χρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
μαϊμουδιάρης — ο αυτός που εκπαιδεύει μαϊμούδες για να δίνουν παραστάσεις ώστε ο ίδιος να μαζεύει χρήματα (πρβλ. αρκουδιάρης): Ο μαϊμουδιάρης χτυπούσε το ντέφι για να χορέψει η μαϊμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)