-
1 αρκεί
-
2 Ἀρκεῖ
ХватаетἀρκεῖΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἀρκεῖ
-
3 ἀρκεῖ
хватаетἈρκεῖΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρκεῖ
-
4 αρκεί
[арки] ρ απρόσ достаточно, довольно. -
5 Στο χτυπημένο σκυλί αρκεί να δείξεις το ραβδί
• Пуганая ворона куста боится• Кого медведь драл, тот и пня боитсяИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο χτυπημένο σκυλί αρκεί να δείξεις το ραβδί
-
6 αρκεω
1) удерживать, отражать, отклонять(ὄλεθρον τινι ἀπὸ χροός Hom.; κῆρας μελάθροις Eur.)
ἀρκῆσαι τὸ μέ οὐ θανεῖν Soph. — помешать (чьей-л.) смерти2) оказывать помощь, приносить пользу, защищать(τινι Hom., Anacr., Trag.)
ὅτ΄ οὐκέτ΄ ἀρκεῖ Soph. — когда уже помочь нельзя;οὐκ ἤρκουν θεραπεύοντες Thuc. — они не помогали своим лечением3) противостоять, выдерживать, держаться(ἐπὴ πλεῖστον Thuc., Xen.; τινι ὡπλισμένῳ Soph.: πρὸς τοὺς πολεμίους Thuc.)
οὐκέτ΄ ἀρκῶ Soph. — я больше не могу4) быть достаточным, хватать(τινι Trag., Her., Plut.; εἴς и πρός τι Xen.)
τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας Aesch. — я сказал тебе это достаточно ясно:βίος ἀρκέων Her. — достаточные средства к жизни;τῶν ἀρκούντων περιττὰ κτᾶσθαι Xen. — иметь больше, чем нужно;ἀ. ἐπὴ τοσαύτην παρασκευήν Plat. — быть в состоянии все это доставить5) pass. довольствоваться, удовлетворяться(τινι Xen., Plat., Polyb., Diod., Anth.)
Θηβαῖοι τούτοις ἠρκέσθησαν Plut. — фиванцы этим удовольствовались -
7 αρκώ
(ε) (αόρ. ήρκεσα) αμετ. хватать, быть достаточным; удовлетворять;αρκεί και υπεραρκεί — хватит и (ещё) останется;
αρκούν οι αστειότητες! — шутки в сторону!;
1) — довольствоваться, удовлетворяться;αρκιέμαι, αρκούμαι
αρκούμαι στα λίγα — довольствоваться малым;
2) ограничиваться;αρκούμαι να μιλήσω μόνο γιά δύο γεγονότα — я ограничусь в своей речи двумя фактами
-
8 ασθένεια
ασθένεια η1) болезнь;2) слабость, немощь:και ειρηκέν μοι, αρκεί σοι η χάρις μου, η γαρ δύναμις εν ασθενεία τελείται. Ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμεις του Χριστού (2 Κορ. 12, 9-10) — но Господь сказал мне: «довольно для тебя благодати Моей, ибо сила Моя совершается в немощи». И потому я гораздо охотнее буду хвалиться своими немощами, чтобы обитала во мне сила Христова (2 Кор. 12, 9-10)
См. также в других словарях:
ἄρκει — ἄρκος bear neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄρκεϊ , ἄρκος bear neut dat sg (epic ionic) ἄρκος bear neut dat sg ἄ̱ρκει , ἀρκέω ward off imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀρκέω ward off pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀρκέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεῖ — ἀρκέω ward off pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀρκέω ward off pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκεῖ ἐν μεγάλοις καὶ τὸ θέλημα μόνον. — См. Попытка, не пытка, а спрос не беда … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
δυναμική οικονομική — Μελέτη των διακυμάνσεων του οικονομικού συστήματος κατά τη διαδρομή του χρόνου. Πριν από μερικές δεκαετίες η πλειονότητα των οικονομολόγων περιοριζόταν στη μελέτη της φιλελεύθερης –κυρίως συναλλακτικής– οικονομίας ως ένος στατικού μηχανισμού.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… … Dictionary of Greek