-
1 αριστούχος
[аристухос] εκ. / ουσ. получивший награду, премию, медалист,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αριστούχος
-
2 отличник
отличник о αριστούχος* ο άριστος (на производстве)* * *мο αριστούχος; ο άριστος ( на производстве) -
3 медалист
медалистм ὁ ἀριστοῦχος τελειόφοιτος. -
4 отличие
отли́ч||иес1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος. -
5 отличник
отличникм ὁ ἀριστοῦχος (в учебе)/ ὁ ἀριστος (на производстве). -
6 отлично
отли́чн||о1. нареч ἄριστα, πάρα πολύ καλά, λαμπρά, κάλλιστα:\отлично знать ξαίρω πάρα πολύ καλά·2. нареч (ладно) πολύ καλά·3. с нескл. (отметка) ἄριστα:учиться на \отлично εἶμαι ἀριστούχος στά μαθήματα. -
7 медалист
[μινταλίστ] ουσ. α. αριστούχος τελειόφοιτος -
8 отличник
[ατλίτσνικ] ονσ. α. αριστούχος -
9 медалист
[μινταλίστ] ουσ α αριστούχος τελειόφοιτος -
10 отличник
[ατλίτσνικ] ονσ. α αριστούχος -
11 медалист
-а α.-ка, -и θ.αριστούχος μαθητής, -τρια, που αποφοίτησε με μετάλλιο. -
12 отличник
-а α.-ца, -ы θ.αριστούχος, -α, άριστος, -η. -
13 портупей-юнкер
-а α. παλ. • αριστούχος εύελπης.(του τσαρικού στρατού).
См. также в других словарях:
αριστούχος — α, ο αυτός που πήρε σε εξετάσεις· ή σε κάποιον τίτλο σπουδών βαθμό άριστα: Είναι αριστούχος μαθηματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριστούχος — ο (θηλ. και χα) αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ούχος (β συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… … Dictionary of Greek
Κοροντζής, Παναγιώτης — (1906 – 1966). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Αριστούχος της θεολογικής και της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και ανακηρύχθηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, για τη διατριβή του… … Dictionary of Greek
Λιβυκού, Ίλια — (Ηράκλειο Κρήτης 1918 – Αθήνα 2002). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Αποφοίτησε ως αριστούχος από τη Σχολή Εθνικού Θεάτρου το 1947, ενώ παράλληλα σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Την ίδια χρονιά πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με … Dictionary of Greek
Ρεμούνδος, Γεώργιος — (Αθήνα 1878 – 1928, επί του πλοίου, κατά την επιστροφή του από τη Γαλλία). Έλληνας μαθηματικός. Μετά την αποφοίτησή του από το Βαρβάκειο Λύκειο, σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο τελείωσε αριστούχος, το 1900. Πέτυχε στον… … Dictionary of Greek
Σβώλος, Αλέξανδρος — Έλληνας νομικός και πολιτικός (Κρούσοβο, Μακεδονία 1892 Αθήνα 1956). Αριστούχος διδάκτορας της νομικής σχολής του πανεπιστήμιου Αθηνών το 1915, με τη διατριβή Το δικαίωμα του συνεταρίζεσθαι και το δίκαιον των σωματείων κατά το σύνταγμα και τον… … Dictionary of Greek
Στεφανόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων πολιτικών και άλλων προσωπικοτήτων. 1. Ανδρέας. Πολιτευτής (1860 1938). Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού. Άρχισε να πολιτεύεται το 1892 με την παράταξη του κόμματος του Χ.… … Dictionary of Greek
Τζάρτζανος, Αχιλλέας — (Τίρναβος 1873 – Αθήνα 1946). Έλληνας φιλόλογος και γλωσσολόγος. Ύστερα από τις εγκύκλιες σπουδές του στον Τίρναβο και στη Λάρισα, φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, της οποίας αναγορεύτηκε (1900) αριστούχος διδάκτορας.… … Dictionary of Greek