-
1 Αριστοφανης
1) греч. комедиограф, величайший представатель староатт. комедии, ок. 444-380 гг. до н.э.2) родом из Византии, ученик Аристарха, александрийский грамматик III в. до н.э. -
2 Ἀριστοφάνης
Аристофан, автор комедий -
3 κωμικος
I3комический, комедийный(χορός Arst.; προσωπεῖον Luc.)
IIὅ1) комический актер, комик Polyb.2) комедийный поэт, комедиограф Plut.3) Luc. = Ἀριστοφάνης См. Αριστοφανης -
4 εκφερω
(fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)1) выносить(τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.)
2) выносить на берегπόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. — его выбросила на берег морская волна:
τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон3) выносить для погребения(ἐξενεῖκαί τινα καὴ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.)
4) уносить, похищать(τρία ἄλεισα Hom.)
5) med. уносить или увозить с собой(κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.)
6) приобретать, получать(λοισθήϊον ἄεθλον Hom.)
; med.ἐ. νίκην Her., Plut. — одерживать победу;
7) увлекать, склонять(προς ὑποψίας τινά Plut.)
; pass. быть увлекаемым, поддаваться(ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.)
ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. — быть склонным к почтительности:λέγων ἐξηνέχθην Plat. — я (слишком) увлекся в своей речи;ἐπὴ τέν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὴς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. — догадавшись в чем дело;ἐκφέρεσθαι ἐπὴ τέν μάχην Plut. — устремляться в бой;ἐκφέρεσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. — следуя самому существу вопроса8) производить на свет, рождать(τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.)
9) вынашивать, донашивать(τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.)
10) выказывать, обнаруживать, проявлять(δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.)
11) произносить(λόγον τινά Soph. - ср. 12)
12) (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать(τέν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.)
οὔποτ εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. — никогда среди греков не будет речи о том, что …;ἐ. ἐπὴ γέλωτί τι Plut. — выносить что-л. на посмеяние13) излагать, выражать(πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.)
γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. — высказывать единогласное мнение14) представлять, предъявлять(δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.)
15) представлять, предлагать, вносить на утверждениеἐ. ὅρον τινός Arst. — предлагать определение чего-л.16) выпускать в свет, публиковать(διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.)
τὸ τέλος ἐ. Plut. — издавать указ17) вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать(τέν ἰατρικήν Diod.)
18) обращать, направлять(τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.)
ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὴ τέν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. — идти войной на кого-л.19) приводить к концу, исполнять(τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.)
20) приводить(τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.)
ἐνταῦθ΄ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. — я вынужден сказать как Протагор21) грам. med. оканчиватьсяἐ. ἐπιρρηματικῶς — иметь наречное окончание22) выбегать вперед, опережатьἥ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. — повозка часто опережает быка, т.е. все ставится вверх дном
См. также в других словарях:
Ἀριστοφάνης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀριστοφάνης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀριστοφάνης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Ἀριστοφάνει — Ἀριστοφάνης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἀριστοφάνεϊ , Ἀριστοφάνης masc dat sg (epic ionic) Ἀριστοφάνης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνη — Ἀριστοφάνης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀριστοφάνης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανοῖν — Ἀριστοφάνης masc gen/dat dual (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανέων — Ἀριστοφάνης masc gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανῶν — Ἀριστοφάνης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεα — Ἀριστοφάνης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεις — Ἀριστοφάνης masc nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεος — Ἀριστοφάνης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνευς — Ἀριστοφάνης masc gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)