Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αριστοτέχνης

  • 1 мастер

    мастер м 1) (на производстве) о μάστορας, ο αριστοτέχνης 2) (ремесленник) о τεχνητής 3) (специалист) о αριστοτέχνης, ο γνώστης· \мастер спорта о πρωταθλητής
    * * *
    м
    1) ( на производстве) ο μάστορας, ο αρισττέχνης
    2) ( ремесленник) ο τεχνήτης
    3) ( специалист) ο αριστοτέχνης, ο γνώστης

    ма́стер спо́рта — ο πρωταθλητής

    Русско-греческий словарь > мастер

  • 2 мастер

    -а, πλθ.α.
    1. μάστορας, -ης, έμπειρος τεχνίτης•

    оружейный мастер οπλοποιός• οπλοδιορθωτής•

    сапожный мастер υποδηματοποιός•

    часовой мастер ωρολογάς.

    2. δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, τεχνίτης•

    мастер художественного слова λογοτέχνης•

    -а искусства οι καλλιτέχνες.

    3. αρχιτεχνίτης, μάστορας.
    4. έξοχος (τίτλος αθλητικός ή σκακιστή)•

    заслуженный мастер спорта διακεκριμένος αθλητής.

    εκφρ.
    мастер своего дела – δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, μάστορας στην τέχνη του•
    мастер на все руки – πολυτεχνίτης• χρυσοχέρης.

    Большой русско-греческий словарь > мастер

  • 3 master

    1. feminine - mistress; noun
    1) (a person or thing that commands or controls: I'm master in this house!) κύριος,αφέντης,κυρίαρχος
    2) (an owner (of a slave, dog etc): The dog ran to its master.) κύριος
    3) (a male teacher: the Maths master.) δάσκαλος
    4) (the commander of a merchant ship: the ship's master.) καπετάνιος
    5) (a person very skilled in an art, science etc: He's a real master at painting.) τεχνίτης,μάστορας,αριστοτέχνης
    6) ((with capital) a polite title for a boy, in writing or in speaking: Master John Smith.) νεαρός κύριος
    2. adjective
    ((of a person in a job) fully qualified, skilled and experienced: a master builder/mariner/plumber.) ειδικευμένος
    3. verb
    1) (to overcome (an opponent, handicap etc): She has mastered her fear of heights.) κυριεύω,καταβάλλω,κυριαρχώ,ξεπερνώ
    2) (to become skilful in: I don't think I'll ever master arithmetic.) μαθαίνω τέλεια
    - masterfully
    - masterfulness
    - masterly
    - masterliness
    - mastery
    - master key
    - mastermind
    4. verb
    (to plan (such a scheme): Who masterminded the robbery?) καταστρώνω
    - master stroke
    - master switch
    - master of ceremonies

    English-Greek dictionary > master

  • 4 искусник

    α.
    -ница, -ы θ.
    Ιέμπειρος, -η, πεπειραμένος• δεξιοτέχνης, αριστοτέχνης, επιδέξιος.

    Большой русско-греческий словарь > искусник

  • 5 хороший

    επ., βρ: -ρόπΐ
    -έ, -ό.
    1. καλός•

    -человек καλός άνθρωπος•

    -ая лошадь καλό άλογο•

    хороший почерк καλός γραφικός χαρακτήρας•

    -аппетит καλή όρεξη•

    хороший совет καλή συμβουλή•

    хороший конец καλό τέλος•

    -ая мысль καλή σκέψη•

    -пример καλό παράδειγμα•

    -ее настроение καλή διάθεση•

    -ая погода καλός καιρός.

    || πεπειραμένος, επιδέξιος• αριστοτέχνης•

    хороший организатор καλός οργανωτής•

    хороший музыкант καλός μουσικός.

    -ее ουσ. ουδ. το καλό.
    2. αρκετά μεγάλος σημαντικός• αρκετός•

    -ие деньги καλά χρήματα•

    хороший рост καλό ανάστημα.

    || γερός, δυνατός•

    получить хороший насморк παίρνω γερό συνάχι.

    3. όμορφος, ωραίος, θελκτικός, γοητευτικός.
    4. προσφιλής, αγαπητός.
    εκφρ.
    по -му – α) καλά, όπως πρέπει, β) με το καλό, ήρεμα, ήσυχα.

    Большой русско-греческий словарь > хороший

См. также в других словарях:

  • ἀριστοτέχνης — best of artificers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοτέχνης — ο θηλ. ισσα 1. άριστος τεχνίτης ή καλλιτέχνης: Είναι αριστοτέχνης διηγηματογράφος. 2. άνθρωπος πολύ ικανός σε κάτι: Είναι αριστοτέχνης στα ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριστοτέχνης — ο (Α ἀριστοτέχνης, ο, θηλ. τέχνις, η) ο άριστος τεχνίτης, ο καλύτερος από τους τεχνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνης < τέχνη] …   Dictionary of Greek

  • ἀριστότεχνα — ἀριστοτέχνης best of artificers masc voc sg ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνην — ἀριστοτέχνης best of artificers masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνου — ἀριστοτέχνης best of artificers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνῃ — ἀριστοτέχνης best of artificers masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνα — ἀριστοτέχνᾱ , ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom/voc/acc dual ἀριστοτέχνᾱ , ἀριστοτέχνης best of artificers masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνας — ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc acc pl ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • αριστοτεχνία — η (Μ ἀριστοτεχνία) [αριστοτέχνης] η άριστη τέχνη, η έξοχη ικανότητα, η δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»