Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αργοπορημένος

См. также в других словарях:

  • αργοπορώ — αργοπορώ, αργοπόρησα, αργοπορημένος βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»