-
1 поздний
-
2 запоздалый
запозда||лыйприл καθυστερημένος, ἀργοπορημένος:\запоздалыйлое развитие ἡ καθυστερημένη ἀνάπτυξη· \запоздалыйлая помощь ἡ ἀργοπορημένη (или ἡ καθυστερημένη) βοήθεια. -
3 опоздавший
опозда||вший1. прич. от опоздать·2. м ὁ ἀργοπορημένος, ὁ καθυστερημένος. -
4 поздний
поздн||ийприл ἀργοπορημένος / καθυστερημένος (запоздалый):\позднийей ночью ἀρ-γά τή νύχτα· самое \позднийее τό ἀργότερο. -
5 опоздавший
[απαζντάβσυΤ] μτχ. αργοπορημένος -
6 опоздавший
[απαζντάβσυΤ] μτχ αργοπορημένος -
7 запоздалый
επ.όψιμος, καθυστερημένος, αργοπορημένος• αργός, αργητός• βραδύς•-ая весна όψιμη Ανοιξη•
-ое развитие βραδεία ανάπτυξη.
|| παλ. παλαιός, παλιωμένος•-ая мода παλαιά μόδα.
-
8 опоздалый
επ. παλ. καθυστερημένος, αργοπορημένος. -
9 отсталый
1. επ. κ. ουσ. παλ. καθυστερημένος, αργοπορημένος, βραδυπορών.2. επ. κ. ουσ. πισωδρομικός, καθυστερημένος•-ая техника καθυστερημένη τεχνική•
-ая страна καθυστερημένη χώρα•
отсталый человек καθυστερημένος άνθρωπος;
-
10 поздний
-яя, -ееεπ.1. προχωρημένος, περασμένος•поздний час περασμένη ώρα•
они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•
-яя осень τέλος του Φθινοπώρου.
|| τελευταίος•поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•
поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.
2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•-ие цветы όψιμα άνθη.
|| απομακρυσμένος, μακρινός•-ие потомки μακρινοί απόγονοι.
εκφρ.самое -ее – το αργότερο.
См. также в других словарях:
αργοπορώ — αργοπορώ, αργοπόρησα, αργοπορημένος βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)