Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αργήσω

  • 1 задержать

    задержать, задерживать 1) καθυστερώ; σταματώ (остановить) \задержать противника στα ματώ τον εχθρό \задержать ответ κα θυστερώ την απάντηση меня задержали με καθυστέρησαν 2) (арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω 3) (приостановить) κρατώ \задержать дыхание κρατώ την αναπνοή \задержаться αργώ, καθυ στερώ; где вы так задержа лись? πού αργήσατε τόσο; Я немного задержусь θ' αργήσω λίγο
    * * *
    = задерживать
    1) καθυστερώ; σταματώ ( остановить)

    задержа́ть проти́вника — σταματώ τον εχθρό

    задержа́ть отве́т — καθυστερώ την απάντηση

    меня́ задержа́ли — με καθυστέρησαν

    2) ( арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω

    задержа́ть дыха́ние — κρατώ την αναπνοή

    Русско-греческий словарь > задержать

  • 2 задержаться

    αργώ, καθυστερώ

    где вы так задержа́лись? — πού αργήσατε τόσο

    я немно́го задержу́сь — θ'αργήσω λίγο

    Русско-греческий словарь > задержаться

  • 3 бояться

    бояться
    несов φοβούμαι, φοβάμαι:
    он ничего́ не боится δέν φοβάται τίποτε; боюсь, что не... φοβούμαι ὀτι δέν...; боюсь опоздать φοβάμαι μήπως ἀργήσω; \бояться темноты φοβάμαι τό σκοτάδι1 \бояться за кого-л. ἀνησυχῶ γιά κάποιον эти цветы боятся сырости τά λουλούδια αὐτά τά πειράζει ἡ ὑγρασία1 не бойтесь μή φοβάστε, μήν ἀνησυχείτε.

    Русско-новогреческий словарь > бояться

См. также в других словарях:

  • ἀργήσω — ἀ̱ργήσω , ἀργέω to be unemployed aor ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀργέω to be unemployed aor subj act 1st sg ἀργέω to be unemployed fut ind act 1st sg ἀ̱ργήσω , ἀργέω to be unemployed futperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀργέω to be unemployed… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • τεταρτάκι — το, Ν [τέταρτο] υποκορ. τής λ. τέταρτο («θ αργήσω ένα τεταρτάκι μόνο») …   Dictionary of Greek

  • δουλίτσα — η 1. μικρή δουλειά, εργασία: Θα αργήσω γιατί μου προέκυψε μια δουλίτσα. 2. μικρή υπηρέτρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»