-
1 нравиться
нравиться αρέσ(κ)ω· мне (не) \нравитьсяся... (δε) μ' αρέσει...· \нравитьсяся ли вам...? σας αρέσει...;* * *мне (не) нра́вится… — (δε) μ'αρέσει…
нра́вится ли вам...? — σας αρέσει…
-
2 нравиться
нрави||тьсянесов ἀρέσ(κ)ω, εὐχαριστώ:мне не \нравитьсятся эта пьеса δέν μοῦ ἀρέσει αὐτό τό θεατρικό ἐργο· \нравитьсятся ли вам эта книга? σᾶς ἀρέσει αὐτό τό βιβλίο;· он мне никогда не \нравитьсялся (αὐτός) δέν μοῦ ἄρεσε ποτέ.
См. также в других словарях:
θεάρεστος — η, ο (AM θεάρεστος, ον) 1. (για πράξεις) αρεστός στον θεό, αγαθοεργός, ευσεβής («θεάρεστο έργο») 2. (για ανθρώπους) ευσεβής, άνθρωπος που τα έργα του ευχαριστούν τον θεό. επίρρ... θεαρέστως και θεάρεστα (Μ θεαρέστως και θεάρεστα) όπως αρέσει στον … Dictionary of Greek