-
41 τροχηλατος
21) движущийся на колесах(σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.)
2) изборожденный колесами(τρίοδος Aesch.)
3) влекомый колесницей4) влекущий, т.е. впряженный в колесницу(πῶλος Eur.)
5) кружащий колесом, т.е. не дающий покоя, преследующий(μανία Eur.)
6) обработанный или выделанный на гончарном круге(λύχνος Arph.)
-
42 απήναι
-
43 ἀπῆναι
-
44 απηνών
ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem gen plἀπηνήςungentle: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
45 ἀπηνῶν
ἀπήνηfour-wheeled wagon: fem gen plἀπηνήςungentle: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric) -
46 απήνα
-
47 ἀπήνᾳ
-
48 απήναις
-
49 ἀπήναις
-
50 απήναισι
-
51 ἀπήναισι
-
52 απήναν
-
53 ἀπήναν
-
54 απήνην
-
55 ἀπήνην
-
56 απήνης
-
57 ἀπήνης
-
58 εὔκυκλος
εὔκυκλος, ον,A well-rounded, round, in Il. always of ἀσπίς, 5.453, 797, al., A.Th. 590;εὔ. ἕδρα Pi.N.4.66
;σφαίρη Parm.8.43
;στεφάναι X.Cyn.9.12
;εὔκυκλον ποιεῖν Pl.Ti. 40a
;ὀφθαλμοὶ σελήνης-ότεροι Alciphr.Fr.5
.3 of bandages, in horizontal circles, orbicular, Heliod. ap. Orib.48.61 tit., Gal.18(1).786.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκυκλος
-
59 εὔξεστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔξεστος
-
60 εὔσωτρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσωτρος
См. также в других словарях:
ἀπήνη — four wheeled wagon fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνῃ — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απήνη — Είδος αρχαίας άμαξας. Τη χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν διάφορα φορτία ή και ανθρώπους και την έσερναν άλογα, μουλάρια ή ακόμη και βόδια. Αργότερα, α. έλεγαν οποιοδήποτε είδος άμαξας ή άρματος. Με α. διοργανώνονταν επίσης και αρματηλασίες και… … Dictionary of Greek
ἀπηνῆ — ἀπηνής ungentle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀπηνής ungentle masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀπηνής ungentle masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερ(ρ)απήνη — η, Ν ζωολ. γένος χερσόβιων χελωνών τής οικογένειας εμυδίδες, που απαντούν στη Βόρεια και Κεντρική Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. terrapene, λ. αλγκονκικής γλώσσας, που συνδέεται με το αλγκονκικό torope «χελώνα»] … Dictionary of Greek
ἀπηνῶν — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen pl ἀπηνής ungentle masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπῆναι — ἀπήνη four wheeled wagon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναις — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήναισι — ἀπήνη four wheeled wagon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνην — ἀπήνη four wheeled wagon fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπήνης — ἀπήνη four wheeled wagon fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)