1 απόσταμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόσταμα
2 αποσταμός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποσταμός
3 απόσταση
από απόσταση — или εξ αποστάσεως — издалека;
§ τον κρατώ σε απόσταση — держать на расстоянии кого-л., избегать близости с кем-л.; — не относиться к кому-л. как к равному
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόσταση
4 αποστασιά
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποστασιά
απόσταμα — απόσταμα, το και αποσταμός, ο κόπωση, κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόσταμα — το κ. αποσταμός, ο [αποσταίνω] κάματος, κούραση … Dictionary of Greek