Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απόμερος

См. также в других словарях:

  • απόμερος — η, ο 1. απόκεντρος, μακρινός, ερημικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά απόμερα μέρος απόκεντρο ή ερημικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + μέρος] …   Dictionary of Greek

  • απόμερος — η, ο επίρρ. α παράμερος, απόκεντρος, μακρινός: Τον πήρε απόμερα και του είπε τι είχε γίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] …   Dictionary of Greek

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • αποστιβής — ἀποστιβής, ές (Α) [στείβω] αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, απόμερος …   Dictionary of Greek

  • απόκεντρος — η, ο (Α ἀπόκεντρος, ον) αυτός που βρίσκεται μακριά από το κέντρο, ο απόμερος …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μοναξός — ή, ό (Μ μοναξός, όν) μόνος μσν. 1. μοναδικός 2. απομονωμένος 3. ερημικός, απόμερος τόπος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά ερημικός τόπος, ερημιά 5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» ολομόναχος 6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά α)… …   Dictionary of Greek

  • μοναχικός — ή, ό (ΑΜ μοναχικός, Μ και μοναχιχός, ή, όν) [μοναχός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μοναχό, ο μοναστικός («περιεβλήθη το μοναχικό σχήμα») νεοελλ. 1. απόμερος, απομονωμένος («μοναχικό σπίτι») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε… …   Dictionary of Greek

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»