-
1 απόλυτα
-
2 ἀπόλυτα
-
3 απόλυτα
επίρρ. абсолютно, совершенно, безусловно;έχετε απόλυτα δίκαιο — вы совершенно правы
-
4 απόλυτα
-
5 απόλυτα
kesin, tümüyle -
6 απόλυτα
acrobate -
7 cardinal numbers
-
8 безусловно
безусловно ασφαλώς, οπωσδήποτε он, \безусловно, прав έχει απόλυτα δίκαιο* * *ασφαλώς, οπωσδήποτεон безусло́вно прав — έχει απόλυτα δίκαιο
-
9 вполне
-
10 совершенно
совершенно τελείως, εντελώς; ολότελα (полностью) καθόλου (при отрицании)' \совершенно верно! πολύ σωστά! вы \совершенно правы έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο; вы \совершенно не правы δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο* * *τελείως, εντελώς; ολότελα ( полностью); καθόλου ( при отрицании)соверше́нно ве́рно! — πολύ σωστά!
вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο
вы соверше́нно не-пра́вы — δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο
-
11 вполне
επίρ.πλήρως, πλέρια, πέρα για πέρα, ολωσδιόλου, απόλυτα•вполне согласен с вами απόλυτα σύμφωνος με σας.
-
12 совершенно
επίρ.1. τελείως, τέλεια, εντελώς, στην εντέλεια.2. ακέραια, πλήρως, απόλυτα, καθ ολοκληρία, πέρα για πέρα, καθ όλα, ολότελα•он совершенно прав αυτός έχει περα για πέρα δίκαιο•
совершенно верно απόλυτα σωστά•
это- одно и тоже αυτό είναι ένα και το ίδιο.
-
13 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
14 абсолютно
абсолютн||онареч ἀπόλυτα [-λύτως], ἀπεριόριστα [-ως], ὁλοτελως. -
15 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
16 количественный
коли́чественн||ыйприл ποσοτικός:\количественныйые числительные грам. τά ἀπόλυτα ἀριθμητικά· \количественный анализ хим. ἡ ποσοτική ἀνάλυση. -
17 полагаться
полагатьсянесов1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·2. безл:\полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·3. (причитаться):что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια. -
18 положительно
положительнонареч1. (утвердительно) καταφατικά [-ῶς], θετικά [-ῶς]:ответить \положительно ἀπαντῶ καταφατικά·2. (совершенно, совсем) разг ἀπολύτως, ἐντελώς, ἀπόλυτα:он \положительно ничего́ не знает δέν ξέρει ἀπολύτως τίποτε. -
19 совершенно
совершеннонареч1. τελείως, ἐντελώς, ὁλότελα:\совершенно незнакомый человек τελείως (или ἐντελώς) ἄγνωστος ἄν-θρωπος· \совершенно верно πολύ σωστά· вы \совершенно правы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο· я \совершенно убежден, что... εἶμαι ἀπολύτως πεπεισμένος..., τό πιστεύω ἀπόλυτα...· он \совершенно неповинен εἶναι ἐντελώς ἀθῶος·2. (в совершенстве) τέλεια, στήν ἐντέλεια. -
20 уверенность
уверенн||остьж ἡ σιγουριά, ἡ βεβαιότητα, ἡ πεποίθηση [-ις]:\уверенностьость в себе ἡ αὐτοπεποίθηση· в полной \уверенностьости ἀπόλυτα βέβαιος' сказать с \уверенностьостыо προφέρω μέ πεποίθηση· выразить \уверенность ἐκφράζω τήν πεποίθηση.
См. также в других словарях:
ἀπόλυτα — ἀπόλυτος loosed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek