Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

απόκρυφες

  • 1 επιστήμη

    η наука;

    φυσικές (ηθικές, θετικές) επιστήμες — естественные (гуманитарные, точные) науки;

    απόκρυφες επιστήμες — оккультные науки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιστήμη

  • 2 απόκρυφος

    απόκρυφος, -η, -ο
    тайный, сокровенный, апокрифический;
    ΦΡ.
    απόκρυφα βιβλία τα апокрифы – произведения раннехристианской литературы, не вошедшие в канон Священного Писания. Повествуют о священных лицах и событиях, большей частью от имени персонажей Священного Писания. Некоторые апокрифы, наряду с каноническими книгами, широко использовались в средневековой литературе и изобразительном искусстве (к апокрифическим источникам восходят изображения Рождества Богородицы, Введения Богородицы во храм, Сошествие во ад, Успения Богородицы и др.):

    απόκρυφα Ευαγγέλια — апокрифические Евангелия,

    Этим.
    < απο- + κρυφός «тайный, скрытный»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απόκρυφος

  • 3 the occult

    (supernatural practices, ceremonies etc: He has made a study of witches, magic and the occult.) απόκρυφες επιστημές

    English-Greek dictionary > the occult

См. также в других словарях:

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… …   Dictionary of Greek

  • μυστηριάζω — (ΑΜ) [μυστήριον] μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες …   Dictionary of Greek

  • μυστηριάρχης — μυστηριάρχης, ὁ (ΑΜ) 1. ο αρχηγός, ο προϊστάμενος κατά την τέλεση τών μυστηρίων, αυτός που πρωτοστατούσε κατά τις απόκρυφες ιεροπραξίες και διδασκαλίες μυστηριακής λατρείας 2. (κατ επέκτ.) (για αιρετικούς χριστιανούς, υποτιμητικά) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μυστηριακός — ή, ὁ (ΑΜ μυστηριακός, ή, όν) [μυστήριον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα μυστήρια, που χρησιμοποιείται στην τελετή τών μυστηρίων («μυστηριακά σύμβολα») νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, απόκρυφος, μυστηριώδης,… …   Dictionary of Greek

  • ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …   Dictionary of Greek

  • Αγιασματάριο ή Μικρό Ευχολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιτομή του Μεγάλου Ευχολογίου. Το χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι ιερείς όταν τους καλούν στα σπίτια τους οι πιστοί για να τελέσουν τον μικρό αγιασμό ή άλλη παρακλητική ακολουθία. Τα παλαιότερα Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»