-
1 απρόβλεπτος
[апровлэптос] εκ. непредвиденный, непредусмотренный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απρόβλεπτος
-
2 непредвиденный
-
3 непредвиденный
непредви́денн||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:\непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα. -
4 непредусмотренный
непредусмо́тр||енныйприл ἀπρόβλεπτος, ἀπρόοπτος, ἀπρονόητος. -
5 непредусмотренный
[*][νυτριντουσμότριννυϊ) εκ. απρόβλεπτος -
6 непредусмотренный
[*][νυτριντουσμότριννυϊ) επ απρόβλεπτος -
7 негаданный
επ.αμάντευτος, απρόβλεπτος, απρόοπτος. -
8 недальновидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; ο μη οξυδερκης, μη διορατικός, μη αντιληπτικός• απρόβλεπτος, απρονόητος, μυωπικός•-ая политика κοντόφθαλμη πολιτική•
недальновидный человек απρονόητος άνθρωπος.
-
9 недогадливый
επ., βρ: -лив, -а, -оο μη προγνωστικός απρονόητος, απρόβλεπτος. -
10 непредвиденный
επ.απρόβλεπτος, απρόοπτος•непредвиденный случай απρόβλεπτη περίπτωση•
-ые расходы απρόβλεπτα έξοδα.
-
11 непредусмотрительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноαπρόβλεπτος, απρονόητος απερίσκεπτος•непредусмотрительный хозяин απρονόητος νοικοκύρης•
непредусмотрительный поступок απερίσκεπτη πράξη.
-
12 случайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -чайно1. τυχαίος, συμπτωματικός•-ая встреча τυχαία συνάντηση•
-ое совпадение τυχαία σύμπτωση.
|| περιπτωσιακός•случайный заработок τα τυχερά της δουλειάς.
2. απρόβλεπτος, απρόοπτος. -
13 чрезвычайный
επ., βρ: -чаен, -чаина, -о;1. εξαιρετικός, εξαίρετος• σπάνιος•-ая память εξαιρετική (διαβολεμένη) μνήμη•
чрезвычайный успех εξαιρετική (λαμπρή) επιτυχία•
-ое происшествие εξαιρετικό γεγονός.
2. έκτακτος• απρόβλεπτος•-ые меры έκτακτα μέτρα•
-ые расходы έκτακτα έξοδα•
-аякомиссия έκτακτη επιτροπή•
-ое заседание έκτακτη συνεδρίαση•
чрезвычайный съезд έκτακτο συνέδριο•
чрезвычайный посол έκτακτος πρεσβευτής•
-ое положение έκτακτη κατάσταση ή κατάσταση έκτακτης ανάγκης•
-ые налоги έκτακτοι φόροι.
-
14 экстренный
επ.1. έκτακτος, εσπευσμένος, επείγων•экстренный отъезд έκτακτη αναχώρηση•
экстренный выпуск έκτακτη έκδοση•
-ая телеграмма επείγον τηλεγράφημα•
-ая помощь έκτακτη (άμεση) βοήθεια.
2. απρόβλεπτος•-ые расходы έκτακτα έξοδα.
См. также в других словарях:
απρόβλεπτος — η, ο (Μ ἀπρόβλεπτος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προβλέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Ι. Φιλήμονα] … Dictionary of Greek
απρόβλεπτος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν πρόβλεψε ή δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς: Την περασμένη βδομάδα είχαμε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Ουσ. απροβλεψία, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
έκτακτος — η, ο (AM ἔκτακτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται ή προσλαμβάνεται έξω από την κανονική σειρά, ως βοηθητικός («έκτακτος υπάλληλος, καθηγητής») 2. ο μη τακτικός, ο μη προβλεπόμενος, απρόβλεπτος, ειδικός, ιδιαίτερος («έκτακτα έξοδα, φόροι») 3.… … Dictionary of Greek
αδευκής — ἀδευκής, ές (Α) 1. ο μη γλυκός, δηλ. ο πικρός, ο οδυνηρός, ο σκληρός 2. απρόβλεπτος, απροσδόκητος, απρόσμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., όπως αβέβαιη είναι γενικά και η σημασία του. Η σημ. «μη γλυκός, πικρός» οδηγεί σε ετυμολ. από ἀ στερητ. +… … Dictionary of Greek
αλόγιαστος — η, ο ο ασυλλόγιστος, αστόχαστος 2. απρόβλεπτος, αναπάντεχος 3. ανυπολόγιστος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λογιαστός < λογιάζω] … Dictionary of Greek
αναπάντεχος — και ανεπάντεχος και ανηπάντεχος και απάντεχος, η, ο 1. αυτός που δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, απρόβλεπτος, ανέλπιστος, ξαφνικός 2. το ουδ. ως ουσ. αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, το απρόοπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπάντεχος < αν * στερ. + … Dictionary of Greek
απρομήθητος — ἀπρομήθητος, ον (Α) [προμηθούμαι] απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
απρονόητος — η, ο (AM ἀπρονόητος, ον) 1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος 2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός αρχ. 1. (για χώρα) αφύλαχτη 2. (για τόπο) ανεξερεύνητος,… … Dictionary of Greek
απροφύλαχτος — κ. απροφύλακτος, η, ο (AM ἀπροφύλακτος, ον) 1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις 2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται 3. αφύλαχτος, αφρούρητος αρχ. απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek
απροόρατος — ἀπροόρατος, ον (Α) ο απρόβλεπτος … Dictionary of Greek