Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

απροσδόκητος

  • 1 неожиданный

    неожиданный απροσδόκητος, αναπάντεχος* απρόοπτος (непредвиденный)' ξαφνικός (внезапный)
    * * *
    απροσδόκητος, αναπάντεχος; απρόοπτος ( непредвиденный); αφνικός ( внезапный)

    Русско-греческий словарь > неожиданный

  • 2 нежданиый

    неждани||ый
    прил ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, ξαφνικός:
    \нежданиыйый гость ἀναπάντεχος μουσαφίρης.

    Русско-новогреческий словарь > нежданиый

  • 3 неожиданность

    неожи́данн||ость
    ж τό ἀναπάντεχο, τό ξαφνικό / τό ἀπροσδόκη-το[ν], τό ἀπρόοπτο[ν] (чего-л.):
    \неожиданностьость его́ прихода смутила меня ὁ ἀπροσδόκητος ἐρχομός του μέ σάστισε· это для меня полная \неожиданностьость αὐτό εἶναι γιά μένα ἐντελως ἀναπάντεχο, αὐτό δέν τό περίμενα ποτέ· возможны всякие \неожиданностьости μπορούν νά συμβούν διάφορα ἀπρόοπτα.

    Русско-новогреческий словарь > неожиданность

  • 4 неожиданныиприл

    неожи́данн||ыиприл
    ἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, αίφνίδιος, ἀπρόοπτος, ξαφνικός, ἀπρόσμενος:
    \неожиданныиприлый случай τό ἀπρόοπτο συμβάν \неожиданныиприлое нападение ἡ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση.

    Русско-новогреческий словарь > неожиданныиприл

  • 5 непредвиденный

    непредви́денн||ый
    прил ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:
    \непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > непредвиденный

  • 6 нечаянный

    нечаянн||ый
    прил
    1. (неожиданный) ἀπροσδόκητος, ἀπρόοπτος·
    2. (случайный) ἀθέλητος, ἀκούσιος.

    Русско-новогреческий словарь > нечаянный

  • 7 beyond expectation

    (much more or much better than expected: The plan succeeded beyond all expectations; The hotel was beyond our expectations.) απροσδόκητος

    English-Greek dictionary > beyond expectation

  • 8 unexpected

    (not expected, eg because sudden: his unexpected death; His promotion was quite unexpected.) απροσδόκητος, απρόσμενος

    English-Greek dictionary > unexpected

  • 9 нежданный

    [νιζντάννυϊ] εκ. απρόοπτος, απροσδόκητος

    Русско-греческий новый словарь > нежданный

  • 10 нечаянный

    [νιτσάιννυϊ] επ. απροσδόκητος

    Русско-греческий новый словарь > нечаянный

  • 11 нежданный

    [νιζντάννυϊ] επ απρόοπτος, απροσδόκητος

    Русско-эллинский словарь > нежданный

  • 12 нечаянный

    [νιτσάιννυϊ] επ απροσδόκητος

    Русско-эллинский словарь > нечаянный

  • 13 нежданный

    επ.
    ανεπάντεχος, ακαρτέρητος, απροσδόκητος, ανέλπιστος• ξαφνικός•

    -ые гости απροσδόκητοι μουσαφιρέοι•

    -ая встреча ανεπάντεχη συνάντηση.

    Большой русско-греческий словарь > нежданный

  • 14 неожиданный

    επ., βρ: -дан, -а, -о
    απροσδόκητος, απρόοπτος, ανεπάντεχος, ανέλπιστος, ακαρτέρητος, απρόσμενος, αδόκητος, ξαφνικός.

    Большой русско-греческий словарь > неожиданный

  • 15 нечаянный

    επ.
    1. ανέλπιστος, απροσδόκητος, ακαρτέρητος•

    -ая радость απροσδόκητη χαρά•

    нечаянный гость ακαρτέρητος μουσαφίρης.

    2. αβούλητος, άθελος, ακούσιος, απροαίρετος, μη σκόπιμος• τυχαίος•

    нечаянный выстрел άθελος (κατά λάθος) πυροβολισμός.

    Большой русско-греческий словарь > нечаянный

  • 16 скоропостижный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно
    αιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος, απροσδόκητος, ανεπάντεχος•

    -ая смерть αδόκητος θάνατος.

    Большой русско-греческий словарь > скоропостижный

  • 17 Guard

    v. trans.
    P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, διαφυλάσσειν, περιστέλλειν, V. ἐκφυλάσσειν, ῥεσθαι, Ar. and P. τηρεῖν.
    Defend: P. and V. μύνειν (dat.).
    Champion: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.), V. περστατεῖν ( gen).
    Guard a place ( as a tutelary deity does): Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.), P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.). Easy to guard, adj.: P. and V. εὐφύλακτος.
    Watch: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, Ar. and P. τηρεῖν.
    Save: P. and V. σώζειν, ἐκσώζειν, διασώζειν.
    Join in guarding: P. συμφυλάσσειν (absol.).
    Guard against: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).
    Hard to guard against, adj.: V. δυσφύλακτος.
    ——————
    subs.
    One who guards: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ (Plat. but rare P.), V. φρούρημα, τό.
    Body of guards, garrison: P. and V. φρουρά, ἡ, φρούριον, τό, V. φρούρημα, τό, Ar. and P. φυλακή, ἡ.
    Warder, porter: P. and V. θυρωρός, ὁ or ἡ (Plat.), V. πυλωρός, ὁ or ἡ; see Warder.
    Champion: P. and V. προσττης, ὁ.
    Body-guard: P. and V. δορύφοροι, οἱ.
    Advance-guard: P. προφυλακή, ἡ, οἱ προφύλακες.
    Rear-guard: P. οἱ ὀπισθοφύλακες (Xen.).
    Be the rear-guard: P. ὀπισθοφυλακεῖν (Xen.).
    Act of guarding: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, τήρησις, ἡ (Eur., frag.), V. φρούρημα, τό. Be on one's guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, φρουρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, Ar. and P. τηρεῖν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961).
    Be on guard ( in a place), v.: P. ἐμφρουρεῖν (absol.).
    (I see) a sword keeping guard over my daughter's neck: V. (ὁρῶ) ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).
    Off one's guard, adj.: P. and V. φύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπαράσκευος, ἀπροσδόκητος.
    Put on one's guard, warn, v.: P. and V. νουθετεῖν; see Forewarn.
    Detention under guard: P. φυλακή, ἡ.
    Keep under guard: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν (acc.).
    Put under guard: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.
    Be under guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, Ar. and P. τηρεῖσθαι, P. ἐν φυλακῇ εἶναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guard

  • 18 Sudden

    adj.
    Ar. and P. αἰφνδιος, P. ἐξαιφνίδιος, V. ἀφνδιος, ἐπίσσυτος, πρόσπαιος.
    Unexpected: P. and V. ἀπροσδόκητος, Ar. and V. ἄελπτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sudden

  • 19 Unaware

    adj.
    P. and V. οὐκ εἰδώς.
    Unaware of: V. ἄϊδρις (gen.).
    Be unaware of v.: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.); use unconscious.
    Unawares, off one's guard: P. and V. φύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπροσδόκητος, ἀπαράσκευος.
    Do a thing unawares: P. and V. λανθάνειν τι ποιῶν.
    Unknowingly: P. and V. λάθρα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unaware

  • 20 Unconscious

    adv.
    Not knowing: P. and V. οὐκ εἰδώς.
    Unconscious of: V. ἄϊδρις (gen.).
    Be unconscious of, not to know, v.: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.).
    Not to perceive: P. and V. οὐκ αἰσθνεσθαι.
    Off one's guard: P. and V. φύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπροσδόκητος, ἀπαράσκευος.
    Become unconscious, faint, v.: P. λιποψυχεῖν, V. προλείπειν; see Faint.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unconscious

См. также в других словарях:

  • ἀπροσδόκητος — unexpected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσδόκητος — η, ο (AM ἀπροσδόκητος, ον) [προσδοκώ] αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος αρχ. αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι …   Dictionary of Greek

  • απροσδόκητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τον περιμένουμε, ανέλπιστος, αναπάντεχος: Ξαφνιαστήκαμε όλοι μας, γιατί ο ερχομός σου ήταν απροσδόκητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσδοκήτως — ἀπροσδόκητος unexpected adverbial ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτοις — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτου — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτους — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτων — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδοκήτῳ — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδόκητα — ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»