-
1 неожиданный
неожиданный απροσδόκητος, αναπάντεχος* απρόοπτος (непредвиденный)' ξαφνικός (внезапный)* * *απροσδόκητος, αναπάντεχος; απρόοπτος ( непредвиденный); αφνικός ( внезапный) -
2 нежданиый
неждани||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, ξαφνικός:\нежданиыйый гость ἀναπάντεχος μουσαφίρης. -
3 неожиданность
неожи́данн||остьж τό ἀναπάντεχο, τό ξαφνικό / τό ἀπροσδόκη-το[ν], τό ἀπρόοπτο[ν] (чего-л.):\неожиданностьость его́ прихода смутила меня ὁ ἀπροσδόκητος ἐρχομός του μέ σάστισε· это для меня полная \неожиданностьость αὐτό εἶναι γιά μένα ἐντελως ἀναπάντεχο, αὐτό δέν τό περίμενα ποτέ· возможны всякие \неожиданностьости μπορούν νά συμβούν διάφορα ἀπρόοπτα. -
4 неожиданныиприл
неожи́данн||ыиприлἀπροσδόκητος, ἀναπάντεχος, αίφνίδιος, ἀπρόοπτος, ξαφνικός, ἀπρόσμενος:\неожиданныиприлый случай τό ἀπρόοπτο συμβάν \неожиданныиприлое нападение ἡ αἰφνιδιαστική ἐπίθεση. -
5 непредвиденный
непредви́денн||ыйприл ἀπρόοπτος, ἀπροσδόκητος, ἀπρόβλεπτος, ἀναπάντεχος:\непредвиденныйые расходы τά ἀπρόβλεπτα ἐξοδα. -
6 нечаянный
нечаянн||ыйприл1. (неожиданный) ἀπροσδόκητος, ἀπρόοπτος·2. (случайный) ἀθέλητος, ἀκούσιος. -
7 beyond expectation
(much more or much better than expected: The plan succeeded beyond all expectations; The hotel was beyond our expectations.) απροσδόκητος -
8 unexpected
(not expected, eg because sudden: his unexpected death; His promotion was quite unexpected.) απροσδόκητος, απρόσμενος -
9 нежданный
[νιζντάννυϊ] εκ. απρόοπτος, απροσδόκητος -
10 нечаянный
[νιτσάιννυϊ] επ. απροσδόκητος -
11 нежданный
[νιζντάννυϊ] επ απρόοπτος, απροσδόκητος -
12 нечаянный
[νιτσάιννυϊ] επ απροσδόκητος -
13 нежданный
επ.ανεπάντεχος, ακαρτέρητος, απροσδόκητος, ανέλπιστος• ξαφνικός•-ые гости απροσδόκητοι μουσαφιρέοι•
-ая встреча ανεπάντεχη συνάντηση.
-
14 неожиданный
επ., βρ: -дан, -а, -оαπροσδόκητος, απρόοπτος, ανεπάντεχος, ανέλπιστος, ακαρτέρητος, απρόσμενος, αδόκητος, ξαφνικός. -
15 нечаянный
επ.1. ανέλπιστος, απροσδόκητος, ακαρτέρητος•-ая радость απροσδόκητη χαρά•
нечаянный гость ακαρτέρητος μουσαφίρης.
2. αβούλητος, άθελος, ακούσιος, απροαίρετος, μη σκόπιμος• τυχαίος•нечаянный выстрел άθελος (κατά λάθος) πυροβολισμός.
-
16 скоропостижный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαιφνίδιος, ξαφνικός, αδόκητος, απροσδόκητος, ανεπάντεχος•-ая смерть αδόκητος θάνατος.
-
17 Guard
v. trans.P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν, διαφυλάσσειν, περιστέλλειν, V. ἐκφυλάσσειν, ῥύεσθαι, Ar. and P. τηρεῖν.Defend: P. and V. ἀμύνειν (dat.).Guard a place ( as a tutelary deity does): Ar. and V. προστατεῖν (gen.), ἐπισκοπεῖν (acc.), V. ἀμφέπειν (acc.), P. and V. ἔχειν (acc.) (Dem. 274), P. λαγχάνειν (acc.) (Plat.). Easy to guard, adj.: P. and V. εὐφύλακτος.Save: P. and V. σώζειν, ἐκσώζειν, διασώζειν.Join in guarding: P. συμφυλάσσειν (absol.).Guard against: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.), V. φρουρεῖσθαι (acc.).Hard to guard against, adj.: V. δυσφύλακτος.——————subs.One who guards: P. and V. φύλαξ, ὁ or ἡ, φρουρός, ὁ, ἐπίσκοπος, ὁ (Plat. but rare P.), V. φρούρημα, τό.Champion: P. and V. προστάτης, ὁ.Body-guard: P. and V. δορύφοροι, οἱ.Advance-guard: P. προφυλακή, ἡ, οἱ προφύλακες.Rear-guard: P. οἱ ὀπισθοφύλακες (Xen.).Be the rear-guard: P. ὀπισθοφυλακεῖν (Xen.).Act of guarding: P. and V. φυλακή, ἡ, φρουρά, ἡ, τήρησις, ἡ (Eur., frag.), V. φρούρημα, τό. Be on one's guard, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, φρουρεῖν, P. φυλακὴν ἔχειν, Ar. and P. τηρεῖν, V. ἐν εὐφυλάκτῳ εἶναι, φυλακὰς ἔχειν (Eur., And. 961).Be on guard ( in a place), v.: P. ἐμφρουρεῖν (absol.).(I see) a sword keeping guard over my daughter's neck: V. (ὁρῶ) ξίφος ἐμῆς θυγατρὸς ἐπίφρουρον δέρῃ (Eur., Or. 1575).Detention under guard: P. φυλακή, ἡ.Keep under guard: P. ἐν φυλακῇ ἔχειν (acc.).Put under guard: P. εἰς φυλακὴν ποιεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Guard
-
18 Sudden
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sudden
-
19 Unaware
adj.P. and V. οὐκ εἰδώς.Unaware of: V. ἄϊδρις (gen.).Be unaware of v.: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.); use unconscious.Unawares, off one's guard: P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπροσδόκητος, ἀπαράσκευος.Do a thing unawares: P. and V. λανθάνειν τι ποιῶν.Unknowingly: P. and V. λάθρα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unaware
-
20 Unconscious
adv.Not knowing: P. and V. οὐκ εἰδώς.Unconscious of: V. ἄϊδρις (gen.).Be unconscious of, not to know, v.: P. and V. ἀγνοεῖν (acc.).Not to perceive: P. and V. οὐκ αἰσθάνεσθαι.Off one's guard: P. and V. ἀφύλακτος, ἄφρακτος (Thuc.), P. ἀπροσδόκητος, ἀπαράσκευος.Become unconscious, faint, v.: P. λιποψυχεῖν, V. προλείπειν; see Faint.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Unconscious
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπροσδόκητος — unexpected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσδόκητος — η, ο (AM ἀπροσδόκητος, ον) [προσδοκώ] αυτός που δεν τον περιμένει κανείς, αναπάντεχος αρχ. αυτός που δεν περιμένει ότι θα συμβεί κάτι … Dictionary of Greek
απροσδόκητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τον περιμένουμε, ανέλπιστος, αναπάντεχος: Ξαφνιαστήκαμε όλοι μας, γιατί ο ερχομός σου ήταν απροσδόκητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπροσδοκήτως — ἀπροσδόκητος unexpected adverbial ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδόκητον — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc sg ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκήτοις — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκήτου — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκήτους — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκήτων — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδοκήτῳ — ἀπροσδόκητος unexpected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσδόκητα — ἀπροσδόκητος unexpected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)