Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποχωρίζω

  • 1 αποχωρίζω

    [апохоризо] р. разлучать, разнимать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποχωρίζω

  • 2 отделить

    отделить αποχωρίζω \отделиться αποχωρίζομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > отделить

  • 3 сепарировать

    διαχωρίζω, αποχωρίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сепарировать

  • 4 отделять

    отделять
    несов в разн. знач. χωρίζω, διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, ξεχωρίζω, ξεκόβω.

    Русско-новогреческий словарь > отделять

  • 5 разделять

    разделять
    несов
    1. (на части) χωρίζω, διαιρώ, διατέμνω/ διανέμω, κατανέμω, διαμοιράζω (распределять)·
    2. (чье-л. мнение и т. п.) συμμερίζομαι:
    \разделять чьй-л. взгляды συμμερίζομαι τίς ἀπόψεις κάποιου·
    3. (чью-л. участь, чувства и "ι. п.):
    \разделять чыб-л. судьбу ἔχω τήν ἰδια τύχη μέ κάποιον, παθαίνω τά ἰδια· \разделять чью-л. радость χαίρομαί μαζί μέ κάποιον·
    4. (разъединять) χωρίζω, διαχωρίζω, αποχωρίζω, διαζευγνύω, ξεχωρίζω.

    Русско-новогреческий словарь > разделять

  • 6 разлучать

    [ραζλουτσάτ"] ρ. αποχωρίζω

    Русско-греческий новый словарь > разлучать

  • 7 разлучать

    [ραζλουτσάτ"] ρ αποχωρίζω

    Русско-эллинский словарь > разлучать

  • 8 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 9 отделить

    елю
    -лшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отделенный, βρ: -лен, -лена, -леш
    ρ.σ.μ.
    1. χωρίζω, ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεδιαλέγω•

    отделить желток от белка ξεχωρίζω τον κρόκο από τα ασπράδι.

    || αποχωρίζω, αφαιρώ, βγάζω•

    отделить кору от ствола ξεφλουδίζω τον κορμό.

    || κάνω διάκριση, διακρίνω, διαγιγνώσκω• αναγνωρίζω•

    отделить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμμα.

    2. απομονώνω ξεκόβω.
    3. παραχωρώ•

    отделить часть имения παραχωρώ μέρος της κτηματικής περιουσίας.

    1. αποχωρίζομαι, (ξε)χωρίζομαι• αφαιρούμαι βγαίνω•

    кора -лась от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. απομακρύνομαι.
    4. παλ. χωρίζω, ζω χώρια•

    он –лся от отца αυτός χώρισε από τον πατέρα.

    5. εκκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отделить

  • 10 отковать

    -кую, -куёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. откованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφυρηλατώ.
    2. αποχωρίζω, βγάζω, αφαιρώ•

    подковку βγάζω το πέταλο (ξεπεταλώνω).

    3. α-ποσφυρηλατώ, τελειώνω τη σφυρηλάτηση.
    1. σφυρηλατούμαι.
    2. αποσπώμαι, βγαίνω•

    подковка -лась το πέταλο βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > отковать

  • 11 отколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω, σπάζω, θραύω αποσπώ•

    отколоть кусочек сахару σπάζω ένα κομματάκι ζάχαρη•

    отколоть щепку от полена βγάζω μια σχίζα από το κούτσουρο•

    отколоть глыбу льда σπάζω ένα μεγάλο κομμάτι πάγο.

    || μτφ. αποχωρίζω, ξεμοναχιάζω, ξεκόβω καταδιώκοντας•

    отколоть оленя от стада ξεμοναχιάζω το ελάφι από το κοπάδι.

    || μτφ. αποσπώ• αποστερώ.
    2. (απλ.) εκφράζομαι άστοχα, άκαιρα, άτοπα•

    отколоть словцо λέγω άστοχη λεξούλα•

    отколоть шутку λέγω άκαιρο (άτοπο) αστείο.

    || χορεύω επιδέξια.
    αποσπώμαι, σπάζω, αποκόπτομαι. || μτφ. ξεκόβω, απομονώνομαι•

    -от товарищей ξεκόβω από τους συντρόφους.

    -олю, -олешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεκαρφιτσώνω•

    отколоть бант ξεκαρφιτσώνω το φιόγκο•

    отколоть булавку βγάζω την παραμάνα (καρφίτσα).

    ξεκαρφιτσώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отколоть

  • 12 отпарить

    -рю, -рищь ρ.σ.μ.
    1. σιδερώνω με βρεγμένο πανί.
    2. ξεκολλώ, αποχωρίζω μεατμό.
    ξεκολλώ, αποχωρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпарить

  • 13 развести

    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•

    развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•

    солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.

    (στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•

    развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.

    2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.
    3. διαλύω γάμο, χωρίζω.
    4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).
    5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•

    ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.

    6. διαλύω, αραιώνω•

    развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•

    развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.

    || νερώνω, αδυνατίζω•

    водку водой νερώνω τη βότκα.

    7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).
    8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•

    развести канитель δημιουργώ ιστορία•

    -чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.

    9. ανάβω•

    развести огонь ανάβω φωτιά.

    1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•

    году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.

    2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•

    -лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.

    Большой русско-греческий словарь > развести

  • 14 разлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    χωρίζω, αποχωρίζω•

    обстоятельства -ли их οι περιστάσεις τους χώρισαν.

    χωρίζω, χωρίζομαι• αποχωρίζομαι•

    он -лся с нею навсегда αυτός αποχωρίστηκε μ αυτήν για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > разлучить

  • 15 разнять

    -ниму, -нимешь, παρλθ. χρ. разнял, -ла, -ло κ. рознял, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разнятый, βρ: разнят
    -а, -о κ. παλ. рознят
    ρ.σ.μ.
    1. (ξε)χωρίζω, αποχωρίζω• ανοίγω• αποσπώ•

    разнять сжатые руки ξεσφίγγω τα χέρια,

    2. χωρίζω (τους καβγατζήδες).
    3. λύνω, διαλύω, ζεμοντέρω, διαμελίζω, εξαρμόζω, αποσυνδέω• ξηλώνω•

    разнять станок для ремонта λύνω την εργατομηχανή για επισκευή.

    4. (παλ.) ετοιμάζω για έρευνα (επιστημονική).
    (ξε)χωρίζομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разнять

  • 16 разрознить

    -нто, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрозненный, βρ: • -нен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    καθιστώ έλλειπες, παραβιάζω την ολότητα. παλ. αποχωρίζω, απομονώνω, ξεκόβω.
    γίνομαι, καθισταμαι ελλειπής.

    Большой русско-греческий словарь > разрознить

  • 17 секуляризировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    κρατικοποιώ, κοινωνικοποιώ (περιουσία εκκλησιαστική–μοναστηριακή). || αποχωρίζω από την εκκλησία• λαϊκεύω.

    Большой русско-греческий словарь > секуляризировать

  • 18 сепарировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.
    (δια) χωρίζω, αποχωρίζω.
    (δια)χωρ ίζομαι, αποχωρίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > сепарировать

  • 19 уединить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уединённый βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ. απομονώνω, απομακρύνω, αποτραβώ, αποσύρω,αποχωρίζω, ξεκόβω, ξεμον ιαχιάζω.
    απομονώνομαι, αποτραβιέμαι, αποσύρομαι, αποχωρίζομαι• απομακρύνομαι, ξεκόβω• ξεμοναχιάζομαι•

    он -лся в деревне αυτός απομονώθηκε στο χωριό•

    он -лся для беседы с другом αυτός αποτραβήχτηκε για να κουβεντιάσει με το φίλο.

    Большой русско-греческий словарь > уединить

См. также в других словарях:

  • ἀποχωρίζω — separate from pres subj act 1st sg ἀποχωρίζω separate from pres ind act 1st sg ἀποχωρίζω separate from pres subj act 1st sg ἀποχωρίζω separate from pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχωρίζω — αποχωρίζω, αποχώρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχωρίζω — (AM ἀποχωρίζω) 1. χωρίζω κάτι από άλλο 2. ( ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω μσν. 1. περιφρονώ 2. εγκαταλείπω …   Dictionary of Greek

  • αποχωρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. βάζω χωριστά κάτι από κάποιο άλλο: Τ αρνιά είχαν μεγαλώσει αρκετά κι έπρεπε να τ αποχωρίσουν από τις μάνες τους. 2. το μέσ., αποχωρίζομαι φεύγω κι αφήνω κάποιον με τον οποίο ήμουν συνδεμένος, ζούσα μαζί του: Ήταν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποχωριζόμενον — ἀποχωρίζω separate from pres part mp masc acc sg ἀποχωρίζω separate from pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀποχωρίζω separate from pres part mp masc acc sg ἀποχωρίζω separate from pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωριζόντων — ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut gen pl ἀποχωρίζω separate from pres imperat act 3rd pl ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut gen pl ἀποχωρίζω separate from pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωρισθέντα — ἀποχωρίζω separate from aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποχωρίζω separate from aor part pass masc acc sg ἀποχωρίζω separate from aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποχωρίζω separate from aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωρίζει — ἀποχωρίζω separate from pres ind mp 2nd sg ἀποχωρίζω separate from pres ind act 3rd sg ἀποχωρίζω separate from pres ind mp 2nd sg ἀποχωρίζω separate from pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωρίζον — ἀποχωρίζω separate from pres part act masc voc sg ἀποχωρίζω separate from pres part act neut nom/voc/acc sg ἀποχωρίζω separate from pres part act masc voc sg ἀποχωρίζω separate from pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωρίζουσι — ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχωρίζω separate from pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχωρίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχωρίζουσιν — ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχωρίζω separate from pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀποχωρίζω separate from pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχωρίζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»