-
1 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба
-
2 канализационный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > канализационный
-
3 канализация
1. (сточных вод) το δίκτυο των υπονόμων (της αποχέτευσης) 2. (кабельная) η καλωδίωσηбестраншейная - χωρίς/δίχως αύλακεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канализация
-
4 коллектор
тех. о συλλέκτ/ηςГребешки - а эл. σημεία στήριξης του - ηканализационный - о συλλεκτήρας της αποχέτευσης/των ομβρίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коллектор
-
5 кювет
η τάφρος (στην πλευρά του δρόμου), τα χαντάκια της αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кювет
-
6 кюветокопатель
το σκαπτικό (της αποχέτευσης στις πλευρές του δρόμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кюветокопатель
-
7 сеть
1. (орудие лова птиц, рыб и т.п.) το δίκτυ 2. (источник питания) (эл) το κύκλωμα 3. (совокупность путей, каналов, линий связи и т.п) το δίκτυοкабельная (связи) - καλωδίωσης, η καλωδίωσηнивелирная - (геод.) χωροσταθμικό -речная - см. гидрографическая -эндоплазматическая биол. - ενδο-πλασματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеть
-
8 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
9 сточный
της αποχέτευσης- ые воды τα βροχόνερα, τα ύδατα των υπονόμων- ая канава το αυλάκι, ο οχετόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сточный
-
10 водоотводный
водоотводныйприл:\водоотводный канал ὁ ὁχετός, τό κανάλι, ἡ διώρυγα ἀποχέτευσης. -
11 кювет
кюветм τά χαντάκια ἀποχέτευσης. -
12 трубка
трубкаж \. ὁ σωλήν[ας]:телефонная \трубка τό ἀκουστικό· слуховая \трубка τό ἀκουστικό κέρας· дренажная \трубка ὁ λαστιχένιος σωλήνας ἀποχέτευσης· паяльная -\трубка ὁ φυσητήρας' предохранительная \трубка ὁ σωλήν ἀσφαλείας·2. (курительная) ἡ πίπα, τό τσιμπούκι·3. (сверток) τό δέμα, τό τύλιγμα (χάρτου), τό σπείρωμα. -
13 кутаться
[κούτατσα] ρ. κουκου-χρημάτων λώνομαιкушанье [κούσαν'ιε]ουσ.ο.φαкухарка [κουχάρκα] ουσ. θ.γητό μαγείρισσαкушетка [κουσέτκα]ουσ.θ.καкухня [κούχνγια] ουσ. θ. κουζί-ναπές να, μαγειρείοкювет [κγιουβιέτ] ουσ. α.χαντάкуиый [κούτσυϊ] επ. κολοβόςκια αποχέτευσης -
14 кювет
[κγιουβιέτ] ουσ α χαντάκια αποχέτευσης -
15 кювет
-а α.χάντακες αποχέτευσης εκατέρωθεν της οδού. -
16 помойка
-и θ.βόθρος, λάκκος αποχέτευσης..помойныйεπ.των αποπλυμάτων, για αποπλύματα•-ое ведро κουβάς αποπλυμάτων. -ая• яма
βλ. помойка.
См. также в других словарях:
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ψαλίττεται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁμιλλᾱται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος «σωλήνας αποχέτευσης», πιθ. από το ανταγωνιστικό σύστημα τού σχεδιασμού αποχέτευσης με τους διαύλους] … Dictionary of Greek
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek
Markos Sklivaniotis — (Greek: Μάρκος Σκληβανιώτης) is a Greek writer and a poet. He was born in Patras, Greece, 1954. He studied chemical engineering in Aristotelion University of Thessaloniki and following that he was engaged in research in the University of Leeds,… … Wikipedia
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
σιφόνι — και σιφόν και σιφούνι, το, και σίφωνας και λόγιος τ. σίφων, ο, Ν 1. τεχνολ. α) διάταξη υδραυλικών εγκαταστάσεων, η οποία αποτελείται από κεκαμμένο σωλήνα σε σχήμα κεκλιμένου λατινικού S, τού οποίου το χαμηλότερο και κυρτό τμήμα είναι μόνιμα… … Dictionary of Greek
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek