Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αποφασίζω

  • 1 αποφασίζω

    [апофасизо] р. решать

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αποφασίζω

  • 2 постановить

    αποφασίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > постановить

  • 3 решиться

    Русско-греческий словарь > решиться

  • 4 решить

    решить 1) (принять решение) αποφασίζω 2) (задачу и т. п.) λύ(ν)ω \решиться αποφασίζω
    * * *
    1) ( принять решение) αποφασίζω
    2) (задачу и т. п.) λύ(ν)ω

    Русско-греческий словарь > решить

  • 5 решаться

    реш||а́ться
    1. (пойти на что-л.) ἀποφασίζω:
    не \решатьсяа́ться (не сметь) δέν τολμώ, δέν ἀποφασίζω· \решатьсяа́й-ся! ἀποφάσισε!, πάρε ἀπόφαση!
    2. (определяться) λύνομαι / ἀποφασίζω (в суде).

    Русско-новогреческий словарь > решаться

  • 6 постановить

    ρ.σ.
    αποφασίζω•

    постановить большинством голосов αποφασίζω με πλειοψηφία.

    Большой русско-греческий словарь > постановить

  • 7 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 8 постановить

    постановить αποφασίζω· παίρνω απόφαση (вынести резолюцию)
    * * *
    αποφασίζω; παίρνω απόφαση ( вынести резолюцию)

    Русско-греческий словарь > постановить

  • 9 решение

    решение с 1) η απόφαση* принять \решение παίρνω απόφαση, αποφασίζω 2) (задачи и т. л.) η λύση
    * * *
    с
    1) η απόφαση

    приня́ть реше́ние — παίρνω απόφαση, αποφασίζω

    2) (задачи и т. п.) η λύση

    Русско-греческий словарь > решение

  • 10 постановлять

    постановлять
    несов ἀποφασίζω, λαμβάνω ἀπόφασιν, ὁρίζω:
    \постановлять единогласно ἀποφασίζω ὁμόφωνα, παμψηφεί.

    Русско-новогреческий словарь > постановлять

  • 11 порешить

    ρ.σ.μ.
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση.
    2. (απλ.) αποτελειώνω, θανατώνω.
    3. καταστρέφω καταργώ διαλύω.
    αποφασίζω.

    Большой русско-греческий словарь > порешить

  • 12 присудить

    1. (приговорить) (καταδικάζω, επιβάλλω ποινή 2. (о решении суда) αποφασίζω, παίρνω απόφαση, επιδικάζω 3. (вынести постановление ο присвоении чего-л.) απονέμω, βραβεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присудить

  • 13 решать

    1. мат. λύνω, επιλύω. - задачу - το πρόβλημα 2. (выносить, принимать решение относительно кого-, чего-л.) αποφασίζω, παίρνω απόφαση
    - в пользу... - υπέρ....

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > решать

  • 14 вершить

    вершить
    несов ἀποφασίζω, κρίνω, διευθύνω:
    \вершить всеми делами разг διευθύνω ὅλες τίς ὑποθέσεις, λύνω καί δένω.

    Русско-новогреческий словарь > вершить

  • 15 дух

    дух
    м
    1. филос. τό πνεύμα·
    2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:
    в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·
    3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:
    боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·
    4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:
    переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·
    5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:
    тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·
    6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:
    добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση.

    Русско-новогреческий словарь > дух

  • 16 надумать

    наду́ма||ть
    сов
    1. (решить) ἀποφασίζω:
    он \надуматьл уехать ἀποφάσισε νά φύγει·
    2. (придумать) ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω.

    Русско-новогреческий словарь > надумать

  • 17 определить

    определить
    сов, определять несов
    1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:
    \определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·
    2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·
    3. мат καθορίζω:
    \определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·
    4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·
    5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:
    хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·
    6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:
    \определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·
    7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·
    8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:
    \определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться
    1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·
    2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι,

    Русско-новогреческий словарь > определить

  • 18 раскачаться

    раскачать||ся
    1. (начинать качаться) ἀρχίζω νά κουνιέμαι·
    2. (расшатываться) διασαλεύομαι, κλονίζομαι·
    3. перен (приниматься за что-л.) разг ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση.

    Русско-новогреческий словарь > раскачаться

  • 19 рассудить

    рассудить
    сов
    1. λύνω διαφορά, κρίνω:
    \рассудить спор λύνω διαφορά· \рассудитьте нас λύστε μας τήν διαφορἄ
    2. (обдумать) σκέφτομαι, κρίνω / ἀποφασίζω (решить):
    я рассудил так ἀποφάσισα νά...· \рассудитьте, как быть σκεφθήτε τί πρέπει νά γίνει.

    Русско-новогреческий словарь > рассудить

  • 20 решать

    реш||ать
    несов
    1. (принимать решение) ἀποφασίζω, παίρνω ἀπόφαση/ βγάζω ἀπόφαση (в суде):
    я \решатьйл остаться дома ἀποφάσισα νά μείνω στό σπίτι· \решать дело в чью-л. пользу (в суде) βγάζω ἀπόφαση ὑπέρ τίνος· это \решатьено εἶναι ἀποφασισμένο·
    2. (задачу и т. ἡ.) λύ(ν)ω:
    \решать задачу λύ(ν)ω τό πρόβλημα· это \решатьа́ет исход дела αὐτό κρίνει τήν ἐκβαση τής ὑπόθεσης· это не \решатьа́ет вопроса αὐτό δέ λύει τό ζήτημα.

    Русско-новогреческий словарь > решать

См. также в других словарях:

  • αποφασίζω — αποφασίζω, αποφάσισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφασίζω — (Μ ἀποφασίζω) [απόφαση, ( ις)] Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι 2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση 3. κρίνω κάποιον ή κάτι 4. πείθω 5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, η, ο 1. αυτός που προτίθεται να… …   Dictionary of Greek

  • αποφασίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. παίρνω απόφαση, φτάνω σε τελική κρίση για το τι θα κάνω: Αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι που κληρονόμησε. 2. «αποφασίζω κάποιον», αποκλείω κάθε ελπίδα σωτηρίας κάποιου, τον καταδικάζω: Οι γιατροί τον έχουν αποφασίσει τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • βουλεύω — (AM βουλεύω) Ι. συμβουλεύω αρχ. 1. σκέπτομαι, κρίνω 2. σχεδιάζω, προετοιμάζω, μηχανεύομαι 3. αποφασίζω να κάνω κάτι 4. είμαι μέλος της βουλής II. βουλεύομαι (AM βουλεύομαι) 1. σκέπτομαι, μελετώ 2. συσκέπτομαι με άλλους και αποφασίζω μσν.… …   Dictionary of Greek

  • αποδιαιτώ — ἀποδιαιτῶ ( άω) (Α) 1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής 2. αποφασίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διαιτώ ( άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • διαγιγνώσκω — (AM διαγιγνώσκω Μ και διαγινώσκω) 1. συμπεραίνω 2. εξετάζω ασθενή και καθορίζω την ασθένειά του, κάνω διάγνωση αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω το ένα από το άλλο 2. διαβλέπω, διακρίνω κάτι επακριβώς 3. δικάζω 4. αποφασίζω 5. αποφασίζω με κλήρο ή με… …   Dictionary of Greek

  • δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι …   Dictionary of Greek

  • διστάζω — (AM διστάζω) δεν αποφασίζω με ευκολία, έχω επιφυλάξεις, ταλαντεύομαι μσν. νεοελλ. δεν αποφασίζω κάτι νεοελλ. φρ. «δεν διστάζει προ ουδενός» είναι αδίστακτος, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό αρχ. (παθ. μτχ.) δισταζόμενος, η, ον αμφίβολος, αβέβαιος.… …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • καταβουλεύομαι — (Μ) συσκέπτομαι, αποφασίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βουλεύομαι «αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»