Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

απουσιάζω

См. также в других словарях:

  • απουσιάζω — απουσιάζω, απουσίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… …   Dictionary of Greek

  • απουσιάζω — ίασα, δεν είμαι παρών, λείπω: Μου είπαν πως απουσιάζεις συχνά από τα μαθηματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπουσιάσει — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg (epic) ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάσῃ — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιαζόμενον — ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp masc acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάζει — ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind mp 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιάζειν — ἀπουσιάζω waste one s goods pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»