Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αποτινάζω

  • 1 αποτινάζω

    (αόρ. αποτίναξα) μετ.
    1) стряхивать, отряхивать; 2) перен. сбрасывать, избавляться;

    αποτινάζω τό ζυγό — сбрасывать иго

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποτινάζω

  • 2 стряхивать

    αποτινάζω, τινάσσω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стряхивать

  • 3 свергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. сверг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. свергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω.
    2. μτφ. ανατρέπω, εκθρονίζω• καταλύω• σπάζω τα δεσμά•

    русский народ -ул царское самодержавие ο ρωσικός λαός κατέλυσε την τσαρική απολυταρχία•

    свергнуть колониальный режим αποτινάζω το αποικιαπ,ό καθεστώς•

    свергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    εκφρ.
    свергнуть бремя – αποτινάζω το βάρος•
    свергнуть иго – αποτινάζω το ζυγό (τη σκλαβιά)•
    свергнуть оковы – σπάτα δεσμά.
    παλ. πέφτω, καταπίπτω, γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > свергнуть

  • 4 сбрасывать

    сбрасывать
    несов
    1. (вниз) ρίχνω χάμω·
    2. (снимать с себя) разг πετώ, βγάζω:
    \сбрасывать одежду βγάζω τά ροῦχα μου· \сбрасывать с себя груз βγάζω ἀπό ἐπάνω μου τό βάρος, ξεφορτώνομαι·
    3. перен (свергать) γκρεμίζω, ρίχνω, ἀποτινάζω:
    \сбрасывать иго ἀποτινάζω τό ζυγό· ◊ \сбрасывать (с себя) маску πετώ τή μάσκα· \сбрасывать карты ρίχνω τά παραπανίσια χαρτιά, \сбрасывать со счетов ξεγράφω, βγάζω ἀπ' τό λογαριασμό.

    Русско-новогреческий словарь > сбрасывать

  • 5 сбросить

    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω, ρίχνω κάτω•

    сбросить кого с лестницы ρίχνω κάποιον κάτω από τη σκάλα•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους.

    || απωθώ, αναγκάζω σε υποχώρηση. || επιρρίπτω, ρίχνω επάνω. || μτφ. γκρεμίζω• αποτινάζω•

    сбросить самодержавие ρίχνω κάτω την απολυταρχία•

    сбросить колониальный режим αποτινάζω το αποικιοκρατικό καθεστώς.

    2. αφαιρώ, βγάζω, πετώ•

    сбросить туфлю с ноги βγάζω το παπούτσι από το πόδι•

    сбросить одеяло πετώ (απωθώ) το πάπλωμα.

    || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    сбросить лень διώχνω την τεμπελιά•

    сбросить апатию αποβάλλω την απάθεια.

    3. κατεβάζω, λιγοστεύω, μειώνω, ελαττώνω•

    сбросить давление κατεβάζω την πίεση•

    сбросить вес λιγοστεύω το βάρος.

    4. ρίχνω άτακτα. || διοχετεύω.
    5. (χαρτπ.) βγάζω, αποθέτω τα. περίσσια χαρτιά.
    6. ρίχνω, κατευθύνω αλλού (τα νερά).
    ρίχνομαι κάτω απο, πηδώ κάτω απο•

    с моста πηδώ κάτω από το γεφύρι.

    Большой русско-греческий словарь > сбросить

  • 6 отбрасывать

    отбрасывать
    несов, отбросить сов
    1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·
    2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·
    3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:
    \отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα.

    Русско-новогреческий словарь > отбрасывать

  • 7 αποτινάσσω

    (αόρ. απετίναξα) см. αποτινάζω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποτινάσσω

  • 8 ярмо

    ουδ.
    1. ο ζυγός•

    волы под -ом βόδια κάτω από το ζυγό.

    2. μτφ. σκλαβιά, δουλεία• καταπίεση•

    стряхнуть ярмо αποτινάζω το ζυγό.

    || μτφ. φόρτος, βάρος•

    сбросить ярмо πετώ από πάνω μου το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > ярмо

См. также в других словарях:

  • αποτινάζω — αποτινάζω, αποτίναξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. αποτινάσσω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποτινάζω — κ. τινάσσω (AM ἀποτινάσσω) 1. τινάζω, πετώ μακριά κάτι 2. απομακρύνω, απαλλάσσομαι από κάτι ανεπιθύμητο νεοελλ. τελειώνω το τίναγμα (αρχ. μσν) ( ομαι) απομακρύνω από τον εαυτό μου τα άχρηστα …   Dictionary of Greek

  • αποτινάζω — αξα, άχτηκα, αγμένος, βγάζω από πάνω μου ή από κάπου, αποβάλλω (κυριολ. και μτφ.): Χρειάζεται ν αγωνιστεί ένας λαός, για ν αποτινάξει το ζυγό της σκλαβιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απωθώ — (AM ἀπωθῶ έω) [ωθώ] 1. ωθώ προς τα πίσω, απομακρύνω 2. δεν δέχομαι, αρνούμαι νεοελλ. προκαλώ απέχθεια, είμαι αποκρουστικός αρχ. Ι. 1. διώχνω, εκβάλλω 2. παρασύρω μακριά 3. παραμερίζω, περιφρονώ II. ( ούμαι) 1. αποκρούω, απομακρύνω από τον εαυτό… …   Dictionary of Greek

  • εκσείω — (Α ἐκσείω) 1. σείω δυνατά προς τα έξω, τινάζω προς τα έξω, αποτινάζω, εκτινάσω 2. μτφ. βγάζω έξω από κάτι, απομακρύνω, αφαιρώ κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»