Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αποσύρομαι

  • 1 retire

    αποσύρομαι

    English-Greek new dictionary > retire

  • 2 отойти

    отойти αποσύρομαι* \отойти в сторону απομακρύνομαι, παραμερίζω
    * * *

    отойти́ в сто́рону — απομακρύνομαι, παραμερίζω

    Русско-греческий словарь > отойти

  • 3 удалить

    удалить, удалять 1) απομακρύνω 2) (пятно и т. п.) βγάζω· \удалить зуб βγάζω το δόντι 3) спорт.: \удалить с поля αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι \удалиться απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω
    * * *
    = удалять
    2) (пятно и т. п.) βγάζω

    удали́ть зуб — βγάζω το δόντι

    3) спорт.

    удали́ть с по́ля — αποσύρω, βγάζω από το παιχνίδι απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω

    Русско-греческий словарь > удалить

  • 4 уйти

    уйти φεύγω, αποχωρώ, αποσύρομαι указ м το διάταγμα
    * * *
    φεύγω, αποχωρώ, αποσύρομαι

    Русско-греческий словарь > уйти

  • 5 удаляться

    удалять||ся
    1. (уходить) ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι:
    \удалятьсяся от дома ἀπομακρύνομαι ἀπό τό σπίτι· \удалятьсяся к себе в комнату ἀποσύρομαι στό δωμάτιό[ν] μου·
    2. (от темы и т. п.) ἐκτρέπομαι, ἀπομακρύνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > удаляться

  • 6 отстранениеяться

    отстранение||я́ться
    1. ἀπομακρύνομαι, ἀποσύρομαι, ἀποχωρῶ:
    \отстранениеятьсяяться от удара ἀποφεύγω τό κτύπημα·
    2. перен (уклоняться, избавляться от чего-л.) παραιτούμαι, ἀποχωρώ:
    \отстранениеятьсяяться от руководства παραιτούμαι ἀπό τήν καθοδήγηση.

    Русско-новогреческий словарь > отстранениеяться

  • 7 отходить

    отходить I
    несов
    1. ἀπομακρύνομαι/ παραμερίζω (άμετ.) (в сторону)/ ἀναχωρώ, ξεκινώ (о поезде) / ἀποπλέω (о пароходе)·
    2. (отклоняться) παρεκκλίνω, ξεκόβω:
    \отходить от темы παρεκκλίνω (или παρεκβαίνω) ἀπό τό θέμα· \отходить от прежних взглядов ἐγκαταλείπω τίς παληές μου ἀντιλήψεις· \отходить от старых друзей ξεκόβω (или ἀπομακρύνομαι) ἀπό τους παληούς φίλους· \отходить от дел ἀποσύρομαι ἀπό τίς ὑποθέσεις·
    3. (отставать) ξεκολλώ:
    обо́и отошли от стены ἡ ταπετσαρία τοῦ τοίχου ξεκόλλησε·
    4. (исчезать \отходить о пятне) ἐξαλείφομαι, βγαίνω:
    пятно́ не отходит ὁ λεκές δέν βγένει·
    5. (приходить в нормальное состояние) συνέρχομαι·
    6. (умирать) уст. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω:
    \отходить в вечность ἀπέρχομαι είς τάς αἰωνίους μονάς· ◊ \отходить ко сиу́ ἀποκοιμοῦμαι· \отходить в прошлое παρέρχομαι· праздники отошли́ πέρασαν ὁΐ γιορτές.
    отходить II
    сов см. отхй живать.

    Русско-новогреческий словарь > отходить

  • 8 покой

    поко||й I
    м ἡ ἡσυχία, ἡ ἡρεμία / физ. ἡ ἀκινησία:
    душевный \покой ἡ ψυχική ἡρεμία· не иметь \покойя δέν βρίσκω ήσυχία· нарушать \покой διαταράσσω τήν ήσυχία· не давать \покойя δέν ἀφήνω ήσυχο· оставить в \покойе ἀφήνω ήσυχο· ◊ уйти на \покой ἀποσύρομαι, παύω νά δουλεύω.
    поко||й II
    м уст. (комната):
    богатые \покойи τά πλούσια διαμερίσματα· ◊ приемный \покой ἱατρείο παραλαβής ἀσθενών.

    Русско-новогреческий словарь > покой

  • 9 ретироваться

    ретироваться
    сов и несов ἀποχωρώ, ἀποσύρομαι, ὑποχωρώ.

    Русско-новогреческий словарь > ретироваться

  • 10 opt

    [opt]
    = opt out (often with of)
    (to choose or decide not to do something or take part in something: You promised to help us, so you can't opt out (of it) now.) αποσύρομαι,κάνω πίσω

    English-Greek dictionary > opt

  • 11 retire

    1) (stop working permanently, usually because of age: He retired at the age of sixty-five.) βγαίνω στη σύνταξη, αποχωρώ
    2) (to leave; to withdraw: When he doesn't want to talk to anyone, he retires to his room and locks the door; We retired to bed at midnight; The troops were forced to retire to a safer position.) αποσύρομαι
    - retirement
    - retiring

    English-Greek dictionary > retire

  • 12 retreat

    [ri'tri:t] 1. verb
    1) (to move back or away from a battle (usually because the enemy is winning): After a hard struggle, they were finally forced to retreat.) υποχωρώ
    2) (to withdraw; to take oneself away: He retreated to the peace of his own room.) αποσύρομαι
    2. noun
    1) (the act of retreating (from a battle, danger etc): After the retreat, the soldiers rallied once more.) υποχώρηση
    2) (a signal to retreat: The bugler sounded the retreat.) σήμα υποχώρησης
    3) ((a place to which a person can go for) a period of rest, religious meditation etc: He has gone to a retreat to pray.) ησυχαστήριο

    English-Greek dictionary > retreat

  • 13 stand down

    (to withdraw eg from a contest.) αποσύρομαι

    English-Greek dictionary > stand down

  • 14 удаляться

    [ουνταλγιάτσα] ρ. απομακρύνομαι, αποσύρομαι

    Русско-греческий новый словарь > удаляться

  • 15 удаляться

    [ουνταλγιάτσα] ρ απομακρύνομαι, αποσύρομαι

    Русско-эллинский словарь > удаляться

  • 16 изымать

    -аю, -аешь κ. παλ. изъемлю
    --маешь ρ.δ.
    βλ. изъять.
    αποσύρομαι, ανακαλούμαι. || αφαιρούμαι• κατάσχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > изымать

  • 17 отретироваться

    -руюсь, -руешься
    ρ.σ. παλ. αποσύρομαι, υποχωρώ.

    Большой русско-греческий словарь > отретироваться

  • 18 отступить

    -уйлю, -упишь,
    επιρ. μτχ. отступив κ. отступя ρ.σ.
    1. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, πισωδρομώ•

    отступить два шага κάνω πίσω δυό βήματα.

    2. μετακινούμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι•

    море -ло η θάλασσα αποσύρθηκε μακρύτερα (από την ακτή).

    3. κάμπτομαι• λυγίζω•

    отступить перед превосходными силами противника υποχωρώ μπροστά στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού•

    отступить перед опасностью υποχωρώ μπροστά στον κίνδυνο•

    отступить перед трудностями λυγίζω μπροστά στις δυσκολίες.

    || παραιτούμαι, απέχω αρνούμαι•

    отступить от своей веры αποστατώ, αλλαξοπιστώ•

    отступить от своих требований υποχωρώ από τις απαιτήσεις ή διεκδικήσεις•

    -от своих взглядов αναθεωρώ τις απόψεις μου.

    4. παραβαίνω, ξεφεύγω• αθετώ, εκτρέπομαι•

    от правила παραβαίνω τον κανόνα•

    отступить от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    5. αρχίζω με νέα παράγραφο.
    1. υποχωρώ παραιτούμαι• απαρνούμαι. || αθετώ• αρνούμαι, δεν κρατώ το λύγο μου, την υπόσχεση μου.
    2. δεν ενδιαφέρο-ρομαι• λύνω τους δεσμούς, κόβω σχέσεις αφήνω εγκαταλείπω, παρατώ.

    Большой русско-греческий словарь > отступить

  • 19 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 20 отхватывать

    ρ.δ.
    βλ. отхватить.
    αποτραβιέμαι, αποσύρομαι γρήγορα.

    Большой русско-греческий словарь > отхватывать

См. также в других словарях:

  • αποσύρομαι — αποσύρομαι, αποσύρθηκα βλ. πίν. 218 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπεκχωρώ — έω, Α 1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.) 2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον 3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται… …   Dictionary of Greek

  • αποχωρώ — (AM ἀποχωρῶ, έω) 1. απομακρύνομαι με τη θέληση μου, αναχωρώ 2. αποσύρομαι, παραιτούμαι αρχ. 1. αποχωρώ μετά την ήττα, αποσύρομαι 2. (για τα περιττώματα) διέρχομαι, βγαίνω 3. (για τόπους) απέχω, είμαι μακριά 4. «ἀποχωρῶ εἴς τι ή ἐπί τι» καταφεύγω… …   Dictionary of Greek

  • διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… …   Dictionary of Greek

  • λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… …   Dictionary of Greek

  • παραχωρώ — παραχωρῶ, έω, ΝΜΑ εκχωρώ, μεταβιβάζω σε άλλον πράγμα ή δικαίωμα μσν. αρχ. αποσύρομαι προς τα πλάγια, κάνω τόπο για διευκόλυνση άλλων ή από σεβασμό μσν. 1. παραλείπω 2. είμαι κατώτερος αρχ. 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παρέχω, δίνω,… …   Dictionary of Greek

  • υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 …   Dictionary of Greek

  • υπεξίστημι — Α 1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο 2. αποχωρώ κρυφά 3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.) 4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • υπεξαναχωρώ — έω, Μ αποσύρομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαναχωρῶ «αποσύρομαι, υποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπερωέω — Α τραβιέμαι πίσω, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρωῶ, έω «ρέω, αναβλύζω, υποχωρώ, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»] …   Dictionary of Greek

  • υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»